ΕΛΛΑΣ

ΕΛΛΑΣ

Σάββατο 4 Ιουλίου 2015


7. Η Διεθνής Συνδιάσκεψη της Λωζάννης. Η Συνθήκη

    1. Το καλοκαίρι του 1922 οι τρεις Δυνάμεις της Αντάντ αποφάσισαν τη σύγκληση μιας Διεθνούς Συνδιάσκεψης για την Εγγύς Ανατολή. Αρχικά θα γινόταν στη Βενετία σαν συνέχεια εκείνης των Παρισίων. Τελικά, αφού αποκλείστηκαν διάφορες άλλες προτάσεις (Σμύρνη, Ρώμη, Λονδίνο, Παρίσι) καταλήξανε, ως συνήθως, στην ουδέτερη Ελβετία, και συγκεκριμένα στην πόλη της Λωζάννης.

      2. Ανέκυψε μετά άλλο ακανθώδες θέμα: Ποιοι θα καλούνταν να συμμετάσχουν σε αυτή τη Συνδιάσκεψη. Κατέληξαν να καλέσουν για συμμετοχή με πλήρη δικαιώματα τις Ελλάδα, Τουρκία, Σερβία, Ρουμανία και Ιαπωνία (τελικά η συμμετοχή της ήταν τυπική). Σε επιλεκτικές συνεδριάσεις (ανάλογα με τα συμφέροντά τους γύρω από το συζητούμενο θέμα) θα μετείχαν και οι Βέλγιο, Δανία, Νορβηγία, Πολωνία, Σουηδία, Πορτογαλία, Αλβανία και Ισπανία. Ειδικά για την Τουρκία ανέκυψε και θέμα αντιπροσώπευσής της: από την κυβέρνηση της Άγκυρας ή τη σουλτανική της Κων/πολης; Κλήθηκαν και οι δύο. Οι Κεμαλικοί αντέδρασαν. Το πρόβλημα εξομαλύνθηκε καθοδόν με παραίτηση (4/11) της σουλτανικής κυβέρνησης και τη φυγάδευση του σουλτάνου (17/11).

    Θέμα τέθηκε και όσον αφορά τη συμμετοχή της Σοβ. Ένωσης. Αυτή ήταν αναγκαία εφόσον θα συζητούνταν το καθεστώς των Στενών. Οι σχέσεις, όμως, σοβιετικών και σουλτανικών ήταν τεταμένες και άρα η συνύπαρξή τους στη Συνδιάσκεψη θα δημιουργούσε προβλήματα. Τελικά αποφασίστηκε η συμμετοχή της Σοβ. Ένωσης μόνο στις συνεδριάσεις που θα συζητούνταν το καθεστώς τω Στενών. Περιορισμένη θα ήταν η συμμετοχή της Βουλγαρίας: μόνο όταν θα συζητούνταν τα θέματα των Στενών και της Θράκης.

      Η συμμετοχή των ΗΠΑ ήταν μεν αποδεκτή από όλους, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Αυτές δέχτηκαν να μετάσχουν, αλλά δηλώνοντας ότι δε θα υπέγραφαν τις αποφάσεις της Συνδιάσκεψης.

    Ως προς τις αντιπροσωπίες: α) Η αγγλική ήταν η πολυπληθέστερη και ισχυρότερη, έχουσα επικεφαλής τον ίδιο τον Curzon, υπ. Εξωτερικών (και στη νέα κυβέρνηση Συντηρητικών από 20/10). β) Τη Γαλλία αντιποσώπευε ο πρεσβευτής της στη Ρώμη CBarrere, γ) την Ιταλία 3μελής αντιπροσωπία, δ) την Ελλάδα οι Ελ. Βενιζέλος, Δ. Κακλαμάνος, Αλ. Μαζαράκης (υποστράτηγος), Μ. Θεοτόκης (νομικός σύμβουλος σε θέματα Πατριαρχείου) και Α. Μιχαλακόπουλος.

      3. Η επίσημη έναρξη των εργασιών της Συνδιάσκεψης έγινε στις 20/11, παρουσία και των Ποανκαρέ και Μουσολίνι. Νωρίτερα (18/11) συναντήθηκαν οι Curzon & Poincare στο Παρίσι και στις 19/11 είχαν σύσκεψη οι δυο τους με το Μουσολίνι στο Territet, για να καθορίσουν τις κοινές θέσεις της Αντάντ στη Συνδιάσκεψη. Εντούτοις δεν αποτράπηκαν οι διαφοροποιήσεις τους στις συνεδριάσεις κτλ., με την αναβίωση κυρίως των αγγλογαλλικών διαφωνιών στη Συνδιάσκεψη των Παρισίων. Αυτές οι διαφωνίες διευκόλυναν το έργο του Τούρκου αντιπροσώπου Ισμέτ, που τις εκμεταλλεύτηκε επιδέξια. Ειδικά οι Άγγλοι, όμως, γνώριζαν από πριν τις τουρκικές θέσεις, αλλά και κατά τη διάρκεια της Συνδιάσκεψης αποκρυπτογραφούσαν όχι μόνο τουρκικά αλλά και γαλλικά και ιταλικά και αμερικανικά τηλεγραφήματα.

     4. Αποφάσεις ελληνικού ενδιαφέροντοςα) Για τη Θράκη: Είδαμε ήδη ότι στα Μουδανιά (23/9) αποφασίστηκε η παραχώρηση της ανατ. Θράκης στην Τουρκία και η αποχώρηση του ελλ. στρατού. Απορρίφθηκε η κεμαλική αξίωση για διεξαγωγή δημοψηφίσματος στη δυτ. Θράκη και η επιστροφή στην Τουρκία εκείνων των περιοχών που της παραχωρούσε η Συνθήκη της Κων/πολης. Την ίδια τύχη είχαν και καθαρά στρατιωτικής φύσης αξιώσεις της Τουρκίας, επιδιώκοντας ισχυροποίηση της θέσης της στα Βαλκάνια μέσω Θράκης.

      β) Για τα νησιά του ανατ. Αιγαίου: Ομαδοποιώντας κανείς αυτά τα νησιά, θα τα κατέτασσε σε τρεις ολότητες: 1) τη βόρεια: Λήμνος, Σαμοθράκη, Ίμβρος και Τένεδος, β) την κεντρική: Λέσβος, Χίος, Σάμος και Ικαρία, γ) τη νότια: τα Δωδεκάνησα (εκτός διακανονισμού, αφού ανήκαν ήδη στην Ιταλία).

     γ) Ως προς τις δυο άλλες ομάδες νησιών: Βάσει της Συνθήκης του Λονδίνου (30/5/1913) η Πρεσβευτική Διάσκεψη (14/2/1914) παραχωρούσε (ορθότερα, πρότεινε την παραχώρηση) στην Τουρκία τα Ίμβρος, Τένεδος και Καστελόριζο (που αφαιρούνταν έτσι από τα υπό ιταλική κατοχή Δωδεκάνησα), ενώ τα υπόλοιπα νησιά του ανατ. Αιγαίου πρότεινε να παραχωρηθούν στην Ελλάδα. Η οθωμανική κυβέρνηση απέρριψε την πρόταση.

    Πριν από τη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης οι ηγέτες της Αντάντ συμφώνησαν να βασιστούν στους όρους της Συνθήκης του Λονδίνου και ν’ αγνοήσουν τις προτάσεις της Πρεσβευτικής Διάσκεψης. Κατά τις συζητήσεις οι Τούρκοι υποστήριζαν ότι η Ίμβρος και η Τένεδος είχαν ήδη παραχωρηθεί από τότε στην Τουρκία. Ο Curzon τους αντέκρουσε: Δεν μπορεί να δέχεσαι ένα διακανονισμό επιλεκτικά. Ο Ισμέτ ζητούσε και τη Σαμοθράκη. Οι αντιπρόσωποι της Αντάντ αντέτειναν: Όχι μόνο δεν τίθεται θέμα για τη Σαμοθράκη, αλλά, αντίθετα, σε εκκρεμότητα βρίσκεται και η τύχη των Ίμβρου και Τενέδου, διότι ο πληθυσμός αυτών των νησιών είναι κατά 80% ελληνικός και θα πρέπει να δοθούν στην Ελλάδα. Η τουρκική αντιπροσωπία πείστηκε ότι είχε απέναντί της μια συμπαγή Αντάντ. Στο σημείο αυτό έληξαν (29/11) οι συζητήσεις στην Πολιτική Επιτροπή για τη Θράκη και τα νησιά. Η τύχη των δυο νησιών τη στιγμή εκείνη φαινόταν να γέρνει υπέρ της Ελλάδας. Εντούτοις οι Σύμμαχοι είχαν προαποφασίσει να τα παραχωρήσουν στην Τουρκία για να διευκολυνθούν οι διαπραγματεύσεις επί άλλων θεμάτων.

     Και έτσι τελικά έγινε. Στις 31/1/1923 παραδόθηκε από τον Curzon στην κεμαλική αντιπροσωπία προσχέδιο ειρήνης, βάσει του οποίου τα δυο νησιά επιστρέφονταν στην Τουρκία. Ο Ισμέτ δεσμεύτηκε ότι θα προχωρούσε στην καθιέρωση στα νησιά αυτά ειδικού καθεστώτος τοπικής αυτοδιοίκησης.

 Στο τραπέζι τέθηκε προς ρύθμιση θέμα αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του ανατ. Αιγαίου. Το ζήτημα παραπέμφθηκε σε ειδική υποεπιτροπή. Αυτή αποφάσισε ν’ ασχοληθεί σε δυο συνεδριάσεις μόνο με το κεντρικό συγκρότημα των νησιών. Όσο για τον καθορισμό της ελληνοτουρκικής συνοριακής ζώνης στη Θράκη και για τα νησιά Λήμνος, Σαμοθράκη και Ίμβρος παραπέμφθηκαν να συζητηθούν σε συνδυασμό με τη ρύθμιση του νέου καθεστώτος των Στενών. Η Τουρκία υποστήριζε την πλήρη αποστρατιωτικοποίηση της Λέσβου, της Σάμου, της Χίου και της Ικαρίας και την υπαγωγή τους σε ειδικό αυτοδιοικητικό καθεστώς. Ως προς αυτά η Τουρκία ήταν διατεθειμένη να κάμει υποχωρήσεις.

   δ) Για την ανταλλαγή των πληθυσμών: Στις σχετικές συνεδριάσεις έλαβε μέρος και ο εκπρόσωπος της ΚτΕ για τους πρόσφυγες Dr. Νansen. Προηγουμένως πέρασε από Κων/πολη και Αθήνα.

     Το θέμα περιλάμβανε δυο υποθέματα: την ανταλλαγή των χριστιανών υπηκόων της Τουρκίας με τους μουσουλμάνους κατοίκους της Ελλάδας, αφενός, και τον επαναπατρισμό των αιχμαλώτων και ομήρων, αφετέρου. Το θέμα παραπέμφθηκε σε υποεπιτροπή της Συνδιάσκεψης. Το υπόθεμα της ανταλλαγής των αιχμαλώτων και ομήρων διευθετήθηκε εύκολα και γρήγορα. Για το θέμα των προσφύγων, όμως, απαιτήθηκαν 31 συνεδριάσεις της υποεπιτροπής για να βρεθεί συμφωνία ανταλλαγής των πληθυσμών, μολονότι οι δυο χώρες συμφωνούσαν κατ’ αρχάς για την αναγκαιότητά της.

       Ένα σοβαρό θέμα που απασχόλησε τη Συνδιάσκεψη ήταν αν οι ανταλλαγές/μετακινήσεις των πληθυσμών θα ήταν εκούσιες ή υποχρεωτικές. Συνήθως πιστεύεται ότι η ΚτΕ πρότεινε το δεύτερο. Η αλήθεια είναι διαφορετική: Ο Dr. Νansen κατά τη συνάντησή του στην Κων/πολη με τον εκπρόσωπο της Άγκυρας είχε τη ρητή δήλωση του τελευταίου ότι η Τουρκία δε θα επέτρεπε ποτέ την επιστροφή των Ελλήνων προσφύγων στη Μ. Ασία και στην ανατ. Θράκη. Αυτό ο Nansen το μετέφερε στην Αθήνα (4/11), η οποία σε συνεννόηση με το Βενιζέλο δέχτηκε την υποχρεωτική ανταλλαγή, με τον όρο να εξαιρεθούν οι Έλληνες της Κων/πολης.

     Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι οι συνακόλουθες λεπτομέρειες της ανταλλαγής δεν είχαν αγκάθια. Αμέσως οι Τούρκοι έθεσαν το θέμα της κατάργησης των προνομίων του Πατριαρχείου με κορυφαίο αίτημα την απομάκρυνσή του. Οι Τούρκοι ήταν ανυποχώρητοι. Ο εργασίες της υποεπιτροπής έφθασαν σε αδιέξοδο. Προς άρση του ο Curson αποφάσισε την παραπομπή του θέματος στην ολομέλεια της Πολιτικής Επιτροπής για τις 10/1/1923, προτείνοντας νέο κύκλο ιδιωτικών συνομιλιών ως τότε. Ο Βενιζέλος απέρριψε γαλλική πρόταση, αποστέλλοντας στην τουρκική πλευρά αντιπρόταση: Το Πατριαρχείο να διατηρήσει τη διοίκηση της εκκλησίας της Κων/πολης, αλλά να περιορίζεται μόνο σε αυστηρά θρησκευτικά θέματα. Την πρόταση απέρριψε μεν αρχικά ο Ισμέτ, την επομένη όμως (9/1/1923) την αποδέχτηκε. Σε αντάλλαγμα ο Βενιζέλος ανέλαβε την υποχρέωση να εξασφαλίσει την παραίτηση του πατριάρχη Μελέτιου Μεταξάκη.

     Η υποεπιτροπή ανέλαβε τη σύνταξη του κειμένου βάσει των συμφωνηθέντων. Έτσι, στις 30/1 υπογράφηκαν από τα δυο μέρη η Σύμβαση περί ανταλλαγής των πληθυσμών (εξαιρέθηκαν τελικά και οι Έλληνες της Ίμβρου και της Τενέδου), η Συμφωνία ανταλλαγής των αιχμαλώτων και το Πρωτόκολλο επιστροφής των ομήρων.

   Με κύμα διαμαρτυριών υποδέχτηκαν στην Ελλάδα την αποδοχή της υποχρεωτικής ανταλλαγής. Δεν υπήρχε, όμως, καμιά δυνατότητα για κάτι καλύτερο.

     Μετά τη διευθέτηση αυτών των ζητημάτων η Πολιτική Επιτροπή ασχολήθηκε με θέματα που αφορούσαν το καθεστώς των Στενών, το πρόβλημα της Μοσούλης, τις διομολογήσεις κτλ.

     Στις 4/2/1923 η αγγλική αντιπροσωπία αναχώρησε για το Λονδίνο μετά από διαφωνία της με την τουρκική αντιπροσωπία. Οι διαπραγματεύσεις ναυάγησαν. Οι εργασίες της Συνδιάσκεψης διακόπηκαν.

       ε) Για τις πολεμικές επανορθώσεις: Ο Ισμέτ επέστρεψε στην Άγκυρα και υπέβαλε στην Εθνοσυνέλευση το σχέδιο ειρήνης της Αντάντ. Η Εθνοσυνέλευση ενέκρινε τις συμφωνίες που επιτεύχθηκαν στην Πολιτική Επιτροπή. Για τα υπόλοιπα θέματα υπέβαλε στη Συνδιάσκεψη τις δικές της αντιπροτάσεις και ζήτησε να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις. Αυτές οι αντιπροτάσεις εξετάστηκαν από ειδική διασυμμαχική σύσκεψη στο Λονδίνο στις 21-27/3. Μετά από αυτό επαναλήφθηκαν στις 23/4 στη Λωζάννη οι εργασίες της Συνδιάσκεψης. Από τους προηγούμενους συνέδρους μόνο οι Βενιζέλος και Ισμέτ μετείχαν.

      Από τα εδαφικά το μόνο θέμα που είχε μείνει, όπως είδαμε, εκκρεμές ήταν εκείνο του Καστελόριζου/Μεγίστης, που διεκδικούσε η Τουρκία αλλά δεν υποχωρούσε η Ιταλία. Στη σύσκεψη του Λονδίνου οι Αγγλία και Γαλλία τάχθηκαν στο πλευρό της Ιταλίας, στην οποία τελικά παρέμεινε το νησί.

   Το τελευταίο από τα ελληνοτουρκικά θέματα που καταπιάστηκε η Συνδιάσκεψη ήταν η απαίτηση της Τουρκίας καταβολής από την Ελλάδα πολεμικών αποζημιώσεων. Η συζήτηση/επίλυση του ζητήματος αναβλήθηκε πολλές φορές. Αυτό προκάλεσε ιδιαίτερη ενόχληση στον ελληνικό στρατό. Η πλειοψηφία των αξιωματικών ήταν αδιάλλακτη απέναντι στις τουρκικές αξιώσεις. Ευκαιρία για ένα νέο πόλεμο-ρεβάνς. Πρωτοστατούσαν και σε αυτό οι αρχηγοί της Στρατιάς και του Στόλου Θ. Πάγκαλος και Αλ. Χατζηκυριάκος, αντίστοιχα. Αντίθετος, όμως, σε αυτό ήταν ο Βενιζέλος. Στις 7/5/1923 έγινε στην Αθήνα σύσκεψη κορυφής από τους Νικ. Πλαστήρα, Στυλ. Γονατά, Π. Μαυρομιχάλη, Λεων. Σακελλαρόπουλο, Αλ. Χατζηκυριάκο, Θ. Πάγκαλο και Αλ. Αλεξανδρή (υπουργό Εξωτερικών, τον μόνο μη στρατιωτικό) όπου εξετάστηκε το θέμα και επικράτησε η γραμμή Πάγκαλου. Αποφασίστηκε να σταλεί ο Αλεξανδρής στη Λωζάννη και να επιδιώξει να προσεταιριστεί την Αντάντ ή έστω μια από τις χώρες της, ώστε να ναυαγήσουν οι σχετικές διαπραγματεύσεις.

     Στις 13/5 ο Αλεξανδρής έφθασε στη Λωζάννη. Αποστολή του να πείσει το Βενιζέλο ότι έπρεπε να καταγγελθεί η ανακωχή των Μουδανιών. Αντ’ αυτού πείσθηκε ο ίδιος ότι έπρεπε να επιδιωχθεί ειρηνικός διακανονισμός. Οι Πλαστήρας και Γονατάς ευχαρίστησαν τον Αλεξανδρή για τη στάση του! Κυβερνητική σύγχυση! Αυτό έθετε το καίριο δίλημμα: Πάγκαλος ή Πλαστήρας; Και ως προέκτασή του: Αντικατάσταση του Βενιζέλου ως διαπραγματευτή στη Λωζάννη; Ο Αλεξανδρής, καίτοι προσπάθησε, δε βρήκε στα πλαίσια της Αντάντ καμιά προθυμία υποστήριξης της Ελλάδας για στρατιωτική ενέργεια κατά της Τουρκίας.

       Οι δυνάμεις της Αντάντ και σε αυτό το στάδιο ακολούθησαν την ίδια τακτική απέναντι στην τουρκική αδιαλλαξία: εναλλακτικές προσφορές, υποσχέσεις και, κυρίως, απειλές (αυτή τη φορά με μοχλό ιδίως τον ελληνικό στρατό της Θράκης). Η παρουσία του συνέβαλε στην επίσπευση της συζήτησης γύρω από την ελληνοτουρκική διαφορά. Στις 26/5 οι Σύμμαχοι δέχτηκαν να παραιτηθούν από την απαίτησή τους καταβολής από την Τουρκία πολεμικής αποζημίωσης. Κατόπιν αυτού και η Κεμαλική πλευρά απέσυρε την αξίωσή της καταβολής αποζημιώσεων από την Ελλάδα, ζητώντας, όμως, ως αντάλλαγμα την παραχώρηση της Αλεξανδρούπολης. Ο στρατός της Θράκης παρέμενε σε επιφυλακή.

     5. Η Συνθήκη Ειρήνης: Στις 24/7/1923 υπογράφηκε στη Λωζάννη η Συνθήκη Ειρήνης μαζί με τις συνακόλουθες Συμβάσεις, Δηλώσεις και Πρωτόκολλα. Η Ελλάδα την αποδέχτηκε με ικανοποίηση, εκτός από τους Πάγκαλο και Χατζηκυριάκο, αλλά και τον Ι. Μεταξά που δήλωσε ότι αν πάρει την εξουσία θ’ ακυρώσει τη Συμφωνία για την ανταλλαγή των πληθυσμών. Εντούτοις ήταν διάχυτη η πεποίθηση ότι η αντιπροσωπία στη Λωζάννη πέτυχε το καλύτερο δυνατό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου