Δευτερεύοντα κέντρα του Ελληνισμού (700 - 560 π.Χ.)
1. Άργος: Ήκμασε κατά τη βασιλεία του Φείδωνα, αλλά αυτό δεν είναι απολύτως σαφές. Η αμφισβήτηση προκύπτει από τις αντιφατικές πληροφορίες γύρω από το χρόνο της βασιλείας του. Μια εκδοχή τον τοποθετεί στα μέσα του Η΄ αι. π.Χ., ενώ μια δεύτερη στα τέλη του Ζ΄ αι. π.Χ., που είναι και η πιθανότερη.
Ο Φείδωνας αναφέρεται ως παράδειγμα βασιλιά που εξελίχθηκε σε τύραννο. Ήταν ο πρώτος που εκτός Αιγαίου εξέδωσε νόμισμα, αλλά στην Αίγινα που ήταν κτήση του και όχι στο Άργος. Είχε κατακτητικές βλέψεις: εξουσίασε την Αίγινα, απείλησε την Κόρινθο, αναμίχθηκε στη διένεξη Ηλείων και Πισαλών. Διάδοχός του ήταν ο Δημοκρατίδας, που κατέλαβε το Ναύπλιο. Κατά τη βασιλεία του Μέλτα, εγγονού του Φείδωνα, οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν αρκαδικά εδάφη. Σε λίγο, όμως, οι Αργείοι εκδίωξαν τους εισβολείς. Μετά από εξέγερση, ο Μέλτας κατέφυγε στην Τεγέα, όπου ανακηρύχθηκε ευεργέτης. Με την καθαίρεση του Μέλτα τερματίστηκε η βασιλεία των Τημενιδών και του πολιτεύματος της κληρονομικής βασιλείας. Έκτοτε έχουμε αιρετό άρχοντα-βασιλιά.
2. Στερεά και Θεσσαλία – Α΄ Ιερός πόλεμος: Στη Στερεά Ελλάδα από τη διάσπαση του φυλετικού κράτους των Βοιωτών προήλθαν οι πόλεις-κράτη του Ορχομενού και των Θηβών. Εντούτοις οι δεσμοί των βοιωτικών πόλεων δε διασπάστηκαν εντελώς. Σχηματίστηκε ένα «κοινό», μια ομοσπονδία, μια βοιωτική αμφικτιονία με έδρα τον Ογχηστό. Στη Θήβα προέκυψε πρόβλημα ρύθμισης των κλήρων της γης, τη λύση του οποίου επιχείρησε ο Φιλόλαος. Σχετικά με την ίδρυση της Θήβας μπορεί κανείς να συμβουλευτεί και το μύθο του Κάδμου.
Προς ομοσπονδίες εξελίχθηκαν και τα φυλετικά κράτη των Λοκρών, των Φωκέων, των Οζολών Λοκρών και των Οποντίων Λοκρών.
Στη Θεσσαλία σχηματίστηκαν 4 φυλετικά κράτη: η Ιστιαιώτιδα, η Θεσσαλιώτιδα, η Πελασγιώτιδα και η Φθιώτιδα. Οι Αχαιοί και Περραιβοί έγιναν περίοικοι των Φθιωτών και των Πελασγιωτών, αντίστοιχα. Πριν τελειώσει ο Ζ΄ αι. τα θεσσαλικά κράτη συγκρότησαν συμμαχία, που λειτούργησε κυρίως ως στρατιωτική. Σε περίπτωση πολέμου ένας από τους 4 ηγέτες των κρατών - μελών οριζόταν αρχηγός, «ταγός». Αρχαιότερος ταγός θεωρείται ο Αλεύας. Πολλοί ταγοί μετά τη λήξη του πολέμου δεν παρέδιδαν την εξουσία. Αυτό είχε ως συνέπεια το σιωπηρό και άτυπο σχηματισμό ενός «Κοινού των Θεσσαλών», απέναντι στο οποίο τα επιμέρους κράτη έπαιρναν θέση υποτελούς και ονομάζονταν «τετράδες». Ο θεσσαλικός στρατός ήταν ο πολυαριθμότερος της Ελλάδας και είχε επιθετικές βλέψεις. Έτσι, ενέταξαν στους περίοικους του «Κοινού» τους Μαλιείς, τους Μάγνητες και τους Αινιάνες.
Η μόνη φωκική πόλη που προέβαλλε αντίσταση στους Θεσσαλούς ήταν η Κίρρα, επίνειο των Δελφών. Ήταν οχυρωμένη πόλη, φωλιά πειρατών. Αυτό την έκανε προκλητική και ανάγκασε τη βοιωτική Αμφικτιονία να κηρύξει εναντίον της ιερό πόλεμο για ασέβεια (592 π.Χ.) με σκοπό να αρπάξουν τα χωράφια τους, την πώληση των Κιρραίων ως δούλων και την αφιέρωση της χώρας τους στον Απόλλωνα, στη Λητώ, στην Προναία Αθηνά και στην Άρτεμη. Αυτός ήταν ο Α΄ Ιερός πόλεμος. Αντίπαλες δυνάμεις σ’ αυτό τον πόλεμο ήταν: κοινός εχθρός οι Κιρραίοι· απέναντί τους: κύριες δυνάμεις οι Θεσσαλοί (στην ξηρά) και ο Σικυώνιος Κλεισθένης (στη θάλασσα). Η ανάμιξη του Κλεισθένη εξηγείται (αφού δεν ήταν μέλος της Αμφικτιονίας) από τη θέλησή του ν’ απαλλάξει τους Σικυώνιους από τους Κιρραίους πειρατές. Μετείχαν ακόμα με μικρές δυνάμεις: μερικά κράτη της Αμφικτιονίας και Αθηναίοι με τον Αλκμέονα, που αργότερα διεύρυναν τη συμμετοχή τους. Οι Κιρραίοι νικήθηκαν και: οι ίδιοι έγιναν δούλοι, η χώρα τους καταστράφηκε εκ θεμελίων κι αφιερώθηκε στους θεούς των Δελφών, απαγορεύτηκε η καλλιέργεια της γης τους.
Με τον Α΄ Ιερό πόλεμο συνδέεται άμεσα ή έμμεσα η τύχη των Πυθίων, που ή ιδρύθηκαν μετά τη λήξη του ή αναδιοργανώθηκαν εκ βάθρων. Αρχικά ήταν ένας μουσικός αγώνας προς τιμή του Απόλλωνα και γινόταν κάθε 8 χρόνια. Από το 590 π.Χ. η διεξαγωγή τους πέρασε στα χέρια των Αμφικτιόνων, οι οποίοι και πρόσθεσαν και ιππικούς και γυμνικούς αγώνες. Ως πρώτοι, όμως, Πυθικοί αγώνες θεωρούνται εκείνοι του 582 π.Χ., στους οποίους νίκησε σε αρματοδρομία ο Κλεισθένης της Σικυώνας, οι δε αγώνες έκτοτε γίνονταν ανά 4ετία.
Μερικά χρόνια μετά τη λήξη του Α΄ ιερού πολέμου (πάντως πριν από το 571 π.Χ.) οι Θεσσαλοί εισέβαλαν στη Βοιωτία, αλλ’ απέτυχαν να την υποτάξουν. Οι Φωκείς εξεγέρθηκαν και μετά από σκληρό πόλεμο τους έδιωξαν.
3. Σικυώνα: Οι προδωρικοί κάτοικοι της Σικυώνας λέγονταν Αιγιαλείς, και αποτέλεσαν μια τέταρτη φυλή μετά την κυρίευσή της από τους Δωριείς. Οι Σικυώνιοι κατά τον Ζ΄ αι. υπήρξαν θαυμάσιοι χαλκουργοί.
Από το 655 έως το 555 π.Χ. η Σικυώνα είχε τυραννικά καθεστώτα. Οι πληροφορίες μας για την περίοδο αυτή δεν είναι απολύτως σαφείς και έγκυρες. Είναι αρκετές, όμως, για να σχηματίσουμε μια καλή εικόνα της πολιτικής κατάστασης. Ιδρυτής της πρώτης τυραννίας ήταν ο Ορθαγόρας, πρώην στρατιωτικός διοικητής. Κατέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα. Τον διαδέχτηκε ο αδελφός του Μύρων, ολυμπιονίκης του 648. Αυτόν διαδέχτηκε ο γιος του Αριστώνυμος ή ο εγγονός του Μύρωνας ο Β΄. Τον σκότωσε ο αδελφός του Ισόδαμος περί το 600 π.Χ. και πήρε την εξουσία. Αναγκάσθηκε, όμως, να δεχθεί ως συνάρχοντα τον αδελφό του Κλεισθένη. Αυτός με δόλιες μεθοδεύσεις κατάφερε να εκδιώξει τον Ισόδαμο, να καταλάβει την εξουσία και μείνει μόνος κυρίαρχος. Ο Κλεισθένης στράφηκε εναντίον του Άργους. Κατάργησε τη λατρεία του Άδραστου, μυθικού βασιλιά της Σικυώνας, αντικαθιστώντας τον με το Θηβαίο Μελάνιππο, εχθρό του Αδράστου, τον οποίο μετέτρεψε με δόλο σε Σικυώνιο. Απαγόρευσε την απαγγελία των ομηρικών επών, επειδή εξυμνούσαν τους Αργείους αντιπάλους του. Ήταν αυτός μάλλον που απέσπασε από το Άργος τις Κλεωνές. Επίσης κατέλαβε την Πελλήνη. Σημαντική ήταν η συμβολή του στον Α΄ Ιερό πόλεμο (590 π.Χ.). Έλαβε μέρος στους Α΄ Πυθικούς αγώνες (582 π.Χ.) σε αρματοδρομία και νίκησε, αλλά και στους Ολυμπιακούς του 576 π.Χ. Πέθανε το 570 π.Χ. και ίσως τον διαδέχθηκε ο Αισχίνης, που ήταν ο τελευταίος των Ορθαγοριδών (555 π.Χ.).
4. Κόρινθος: Η ακμή της άρχισε περίπου στα μέσα του Ζ΄ π.Χ. αι. Πολύ βοήθησε σε αυτό η γεωγραφική της θέση, που ευνοούσε το εμπόριο προς τη Δύση, μετά μάλιστα τη μείωση του ανταγωνισμού των Ευβοέων. Περίφημη ήταν η κορινθιακή κεραμική. Αλλά και με την Ανατολή επικοινωνούσε άνετα μέσω του λιμανιού των Κεγχρεών.
Είναι άγνωστο για πόσα χρόνια άσκησε την εξουσία ο βασιλικός οίκος των Βακχιαδών. Αποδυναμώθηκαν όμως από την εξέγερση των ακτημόνων που ζητούσαν αναδασμό της γης. Ανατέθηκε στο Φείδωνα να βρει λύση. Αυτό που πρότεινε προκάλεσε αύξηση της έντασης. Το τέλος της δυναστείας επισπεύσθηκε μετά την ήττα των Κορινθίων από τους Κερκυραίους στην αρχαιότερη ελληνοελληνική ναυμαχία (600 π.Χ.).
Ο Κύψελος (γιος του Ηετίωνα) εκμεταλλεύθηκε την κρίση και έγινε απόλυτος άρχοντας του κράτους. Ο Κύψελος από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από τον οίκο των Λαπιθών, ενώ από εκείνη της μητέρας του από τον οίκο των Βακχιαδών. Κυβέρνησε από το 657/6 ως το 628 π.Χ. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Περίανδρος ως το 587 π.Χ. και αυτόν ο τελευταίος Κυψελίδης, ο Ψαμμήτιχος, που ανατράπηκε το 583 π.Χ. Σύμφωνα, όμως, με άλλη εκδοχή, ο Κύψελος ανέτρεψε τους Βακχιάδες το 620 π.Χ., ενώ ο Περίανδρος κυβέρνησε από το 590 ως το 550 π.Χ. Από τους Βακχιάδες άλλοι σκοτώθηκαν και άλλοι εκτοπίστηκαν σε διάφορες απομακρυσμένες πόλεις/περιοχές. Ο Κύψελος μοίρασε τις περιουσίες των νεκρών και φυγάδων Βακχιαδών σε ακτήμονες. Για ν’ απαλλαγεί από τους πολυπληθείς ακτήμονες-αντιπάλους του που τελικά δεν πήρανε κλήρο, οργάνωσε αποικιακές αποστολές στη Λευκάδα, στο Ανακτόριο και στην Αμβρακία με ηγέτες τον Πυλάδη, τον Εχιάδη και τον Γόργου, παιδιά του από παλλακίδες. Ο Κύψελος φέρεται ως ο πιθανότερος ιδρυτής των Ισθμίων.
Ο Περίανδρος εμπόδιζε την πολυτελή διαβίωση, απαγόρευσε στους αργόσχολους να περιφέρονται, στους αγρότες να εγκαθίστανται στην πόλη και έβαλε φραγμό στην αγορά νέων δούλων. Φέρεται και ως ιδρυτής της «βουλής επ’ εσχάτων», μιας επιτροπής που έλεγχε αν οι δαπάνες των πελατών είναι ανάλογες με τα έσοδά τους. Δεν αποκλείεται να είναι και ο κατασκευαστής του διόλκου στη θέση του σημερινού Ισθμού. Αν ισχύει η πρώτη από τις δυο εκδοχές διακυβέρνησής του, τότε κατά το 600 π.Χ. ίδρυσε την Απολλωνία στην Ιλλυρία (σημερινή Β. Ήπειρο) και την Ποτίδαια στη Χαλκιδική (οικιστής της τελευταίας ήταν ο νόθος γιος του Ευαγόρας). Κατά του Περίανδρου στράφηκε ο 17χρονος γιος του Λυκόφρων.
Το 625 π.Χ. οι Κερκυραίοι ίδρυσαν την Επίδαμνο στην Ιλλυρία. Αυτό ενόχλησε τον Περίανδρο που κατέλαβε την Επίδαμνο όπου εγκατέστησε φρούραρχο το γιο του Νικόλαο. Οι Κερκυραίοι, όμως, επαναστάτησαν και σκότωσαν το Νικόλαο. Ο Περίανδρος εκδικήθηκε με την κατάληψη της Κέρκυρας όπου τοποθέτησε κυβερνήτη τον ανιψιό του Ψαμμήτιχο.
Ο Περίανδρος υπήρξε φίλος των Αθηναίων. Μ’ αυτή την ιδιότητα έγινε δεκτός ως διαιτητής στη διένεξη των Αθηναίων με τους Μυτιληνιούς για το διεκδικούμενο Σίγειο, όπου ευνόησε τους Αθηναίους. Κατατάσσεται στους 7 σοφούς.
Τον διαδέχθηκε ο ανιψιός του Ψαμμήτιχος, επειδή δε ζούσε κανένας από τους γιους του. Αυτός κυβέρνησε επί 5 χρόνια. Μια βίαιη εξέγερση τον ανέτρεψε, κατά την οποία και δολοφονήθηκε.
Από το 600 π.Χ. η Κόρινθος εισέρχεται σε μια σταδιακή περίοδο παρακμής. Τα προϊόντα της σχεδόν εξαφανίζονται από τις αγορές.
Οι Κορίνθιοι διακρίθηκαν: α) ως κεραμείς. Αυτοί εφεύραν τα επίπεδα κεραμίδια, τους καλυπτήρες και τις πήλινες πλάκες για την κάλυψη τοίχων ναών· β) ως μεταλλοτεχνίτες, που κατασκεύαζαν ορειχάλκινα αγγεία και όπλα.
Τους Κυψελίδες διαδέχθηκε ένα ήπιο ολιγαρχικό καθεστώς. Δε γνωρίζουμε πολλά γι’ αυτό. Οι Κορίνθιοι χωρίζονταν σε 8 φυλές. Κάθε φυλή εξέλεγε 10 βουλευτές από τους οποίους ο ένας γινόταν «πρόβουλος». Άρα υπήρχαν 72 βουλευτές και 8 «πρόβουλοι». Οι τελευταίοι συγκροτούσαν μια επιτροπή που διηύθυνε τις εργασίες της βουλής.
5. Μέγαρα: Λόγω του άγονου εδάφους τους, οι φτωχότεροι Μεγαρείς αναζητούσαν τη λύση στην ίδρυση αποικιών. Είδαμε ήδη ότι τον Η΄ αι. π.Χ. ίδρυσαν τα Υβλαία Μέγαρα στη Σικελία. Αργότερα στράφηκαν στα βορειοανατολικά. Έτσι, ίδρυσαν τη Σηλυβρία στη θρακική παραλία της Προποντίδας (το 715 ή το 675 π.Χ.), την Καλχηδόνα στο νότιο άκρο της ασιατικής ακτής του Βοσπόρου (το 684 ή το 650/645 π.Χ.), σε σύμπραξη με τους Καλχηδόνιους το Βυζάντιο απέναντι από την Καλχηδόνα (το 660 ή το 628 π.Χ.) και τον Αστακό στο μυχό κόλπου της Προποντίδας κοντά στη Βιθυνία (το 711 π.Χ. περίπου).
Η εξουσία στα Μέγαρα ασκούνταν στους ιστορικούς χρόνους από έναν αιρετό άρχοντα, το βασιλιά, που εκλεγόταν για ένα χρόνο. Την κληρονομική βασιλεία διαδέχθηκε η αριστοκρατία. Αυτή πάλι ανατράπηκε από ένα τέκνο της, το δημαγωγό Θεαγένη, γύρω στο 640 π.Χ. Λέγεται ότι επί της εποχής του τα Μέγαρα απέσπασαν από τους Αθηναίους τη Σαλαμίνα. Η τυραννίδα, όμως, του Θεαγένη δε θα κρατούσε πολύ.
Διάδοχο καθεστώς ήταν ένα είδος τιμοκρατίας, στην οποία δε «μετρούσε» η καταγωγή αλλά ο πλούτος. Οι ευγενείς τέθηκαν υπό διωγμό. Αυτό επέφερε γενικότερη κρίση στη μεγαρική κοινωνία και είχε ως συνέπεια την ήττα των Μεγαρέων από τους Κορίνθιους. Αποτέλεσμα η απώλεια του Ηραίου, του Πείραιου, ενός μέρους των Γερανείων και της παράλιας περιοχής, οι σημερινοί Άγ. Θεόδωροι. Επικράτησε μια περίοδος σύγχυσης και αβεβαιότητας, κατά την οποία ίσχυσε ένα καθεστώς «ακόλαστης δημοκρατίας». Σ’ αυτή την περίοδο οι Μεγαρείς ίδρυσαν στον Πόντο την Ηράκλεια (558 π.Χ.). Την ίδια, επίσης, περίοδο πολλοί ευγενείς Μεγαρείς καταδιώχθηκαν, ανάμεσά τους και ο περίφημος ποιητής Θέογνις.
Όταν ο αριθμός των εξορίστων και φυγάδων μεγάλωσε, επέστρεψαν και κατέλυσαν αυτή τη «δημοκρατία» κι επανέφεραν την ολιγαρχία (558 π.Χ. περίπου).
6. Αίγινα: Αποικίστηκε από τους Επιδαύριους στις αρχές της πρώτης χιλιετίας π.Χ. με τους οποίους έμεινε ενωμένη μέχρι το τέλος του Η΄ αι. π.Χ., οπότε απέκτησε την πολιτική της ανεξαρτησία.
Στους δυο αιώνες που ακολούθησαν οι Αιγινήτες κυριάρχησαν στο εμπόριο. Οι σχέσεις της Αίγινας με την Επίδαυρο και την Αθήνα δεν ήταν πάντα ομαλές. Όταν απειλήθηκε από την τελευταία, ζήτησε τη βοήθεια των Αργείων. Στο Β΄ Μεσσηνιακό πόλεμο οι Αιγινήτες συμμάχησαν με τους Αργείους εναντίον των Σαμίων, συμμάχων των Σπαρτιατών. Κατά την περίοδο της συνένωσης με το Άργος, επί Φείδωνα, η Αίγινα έκοψε νόμισμα.
Στα τέλη του Ζ΄ ή τις αρχές του ΣΤ΄ αιώνα συμμετέχει στις ελληνικές εμπορικές συναλλαγές με την Αίγυπτο, έχοντας ως βάση την αιγυπτιακή πόλη Ναύκρατι.
7. Η Μακεδονία: Για πρώτη φορά εμφανίζεται το όνομα Μακεδόνες (ως Μακεδνοί) περί τα μέσα της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. στην περιοχή της Πίνδου, ένα τμήμα των οποίων μετακινήθηκε προς το νότο (Δωρίδα, εξού Δωριείς) και ένα άλλο ανατολικά στην περιοχή της Μακεδονίας. Η πραγματική ιστορία, όμως, των Μακεδόνων αρχίζει περίπου το 700 π.Χ. στην περιοχή της Ορεστίδας. Εδώ γεννήθηκε και η πρώτη μακεδονική βασιλική δυναστεία με δύο ονόματα: Αργειάδες και Τημενίδες. Το δεύτερο δυναστικό όνομα συμπίπτει και με τον Ηρακλείδη αρχηγό των Δωριέων που κατέλαβαν το Άργος.
Είναι οι Μακεδόνες Έλληνες; Αυτό το ερώτημα τέθηκε με έντονο τρόπο στις αρχές του 20ού αι. Κάποια αρνητική απάντηση επιχείρησε να στηριχθεί στα εξής:
1) σε μερικά αρχαία κείμενα που φαίνεται να κάνουν διάκριση μεταξύ Ελλήνων και Μακεδόνων, Μακεδονίας και Ελλάδας·
2) σε κάποια ονόματα και λέξεις που απηχούν διαφορετική φωνητική από εκείνη των άλλων Ελλήνων·
3) στο γεγονός ότι οι Μακεδόνες υιοθέτησαν ως γλώσσα το αττικό ιδίωμα·
4) στο ότι σε ολυμπιακούς αγώνες έλαβαν μέρος μόνο βασιλείς Μακεδόνες, οι οποίοι επιδίωκαν τον εξελληνισμό των Μακεδόνων.
Οι υποστηρικτές της ελληνικότητας των Μακεδόνων αντέταξαν τα εξής επιχειρήματα:
1) τα αρχαία κείμενα που φαίνεται να κάνουν διάκριση Μακεδόνων και Ελλήνων είναι ελάχιστα, τα πιο έντονα δε είναι οι αντιφιλιππικοί λόγοι του Δημοσθένη, όπου οι Μακεδόνες αποκαλούνται «βάρβαροι»,
2) υπάρχουν, αντίθετα, αρχαίες μαρτυρίες που θεωρούν τους Μακεδόνες Έλληνες·
3) οι διαφορετικές γλωσσικές αποχρώσεις δε συνιστούν και διαφορετική (αυτόνομη) γλώσσα, αλλά ένα άλλο ελληνικό γλωσσικό ιδίωμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου