ΕΛΛΑΣ

ΕΛΛΑΣ

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2015



Η ναυμαχία της Σαλαμίνας

Περί τους 20.000 νεκρούς είχε ο Ξέρξης ως τότε. Τους αναπλήρωσε όμως με τους Λοκρούς, Μαλιείς, Δωριείς και όλους τους Βοιωτούς που τάχθηκαν στο πλευρό του. Πανίσχυρος κατευθυνόταν προς το νότο. Ο στόλος του, αφού ενισχύθηκε με Καρυστηνούς και Κυκλαδίτες, πλησίασε τα παράλια της Αττικής.

Οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους Πελοποννήσιοι, έστειλαν τον Κλεόμβροτο με όλες τις δυνάμεις τους να αμυνθούν στον Ισθμό. Διέταξαν και το στόλο τους να κατευθυνθεί στην Τροιζήνα, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στους Πέρσες. Μόνο με τα επίμονα παρακάλια των Αθηναίων πείσθηκε ο Ευρυβιάδης να μείνει για λίγες μέρες στη Σαλαμίνα.

Οι Αθηναίοι περνούσαν κρίσιμες ώρες. Ο Θεμιστοκλής επανήλθε βαρύτατα θλιμμένος. Οι άρχοντες και η εκκλησία του δήμου κάλεσαν τους Αθηναίους να οδηγήσουν τις οικογένειές τους σε μέρος ασφαλές έξω από τη χώρα τους. Άρχισε η μεγάλη έξοδος των αμάχων. Άλλοι πήγαν στον Πόρο, άλλοι στην Αίγινα και άλλοι στη Σαλαμίνα. Τέτοια ήταν η φυγή που οι Πέρσες βρήκαν στην πόλη μόνο 500, τους οποίους και σκότωσαν.

Οι άντρες έτρεξαν κι ανέβηκαν στα πλοία. Χρειάζονταν κι άλλα πλοία και χρήματα δεν υπήρχαν. Ο Άρειος Πάγος, όμως, κατόρθωσε με δημόσιες διακηρύξεις και με εισφορές των πλουσίων μελών του να συγκεντρώσει αρκετά χρήματα. Ανακλήθηκαν όλοι οι εξόριστοι και ο Αριστείδης. Επικράτησε γενική ομοψυχία. Ο στόλος που συγκεντρώθηκε στη Σαλαμίνα κατά τον Ηρόδοτο ανερχόταν σε 378 τριήρεις, ενώ ο Αισχύλος στους «Πέρσες» του λέει ότι δεν ξεπερνούσε τις 300.

Ο Ξέρξης με τον κύριο όγκο του στρατού του μέσω της Βοιωτίας έφτασε χωρίς καμία αντίσταση στους πρόποδες της Ακρόπολης. Οι λίγοι Αθηναίοι, που δεν μπόρεσαν να αποδημήσουν, κλείστηκαν στην Ακρόπολη και οχυρώθηκαν πρόχειρα. Οι φίλοι του Ξέρξη Πεισιστρατίδες προσπάθησαν να πείσουν τους έγκλειστους να φύγουν. Εκείνοι έμειναν αμετάπειστοι. Όλοι σφάχτηκαν από τους Πέρσες. Στο μεταξύ έφτασε στο Φάληρο ο περσικός στόλος. Ο Ξέρξης ήταν πλέον κύριος της Ελλάδας από τον Όλυμπο ως την Πελοπόννησο στην ξηρά, και από τον Ελλήσποντο ως τη Σαλαμίνα στη θάλασσα. Οι Πεισιστρατίδες και οι Αθηναίοι φυγάδες πανηγυρίζουν. Ο Ξέρξης στέλνει στα Σούσα αγγελιαφόρους να αναγγείλουν τα ευχάριστα.

Βρισκόμαστε στα μέσα Σεπτεμβρίου 480 π.Χ. Ο κύριος όγκος του περσικού στρατού βρίσκεται στην πεδιάδα της Ελευσίνας. Ο στόλος τους είναι στη νότια πλευρά της Αττικής, το στρατηγείο τους στο Φάληρο. Το πεζικό των Ελλήνων είναι παραταγμένο πίσω από τα οχυρώματα του Ισθμού, ενώ ο στόλος γύρω από την αρχαία πόλη της Σαλαμίνας. Ο Ευρυβιάδης συγκαλεί συμβούλιο για ν’ αποφασίσει για το τι θα γίνει. Οι περισσότεροι υποστήριζαν ότι έπρεπε να πάει στον Ισθμό. Μερικοί μάλιστα, πριν ακόμη παρθεί απόφαση, διέταξαν τα πλοία τους να ετοιμαστούν ώστε να αναχωρήσουν τη νύχτα. Οι υπόλοιποι συνέχισαν το συμβούλιο κι αποφάσισαν κατά πλειοψηφία να φύγει ο στόλος. Μειοψήφησαν μόνο οι αρχηγοί των Αθηνών, της Αίγινας, των Μεγάρων και προπάντων ο Θεμιστοκλής. Αυτός επιχείρησε να μεταπείσει τον Ευρυβιάδη. Βασικό επιχείρημά του: «Αν φύγετε, καθένας θα πάει στην πατρίδα του. Δεν πρόκειται πλέον να ναυμαχήσει για όλη την Ελλάδα». Τον έπεισε τελικά να συγκαλέσει νέο συμβούλιο. Προτού ο Ευρυβιάδης αρχίσει να μιλάει και να τους λέει για ποιο λόγο τους ξανακάλεσε, πήρε το λόγο ο Θεμιστοκλής, εκφράζοντας στον καθένα ξεχωριστά τους φόβους του, αν εγκαταλειφθεί η Σαλαμίνα. Ο Κορίνθιος στρατηγός Αδείμαντος οργίστηκε. Στη συνέχεια μίλησε ο Ευρυβιάδης και ζήτησε να επανεξεταστεί το θέμα της μετακίνησης του στόλου. Μετά μίλησε ο Θεμιστοκλής αρκετή ώρα. Παρενέβη ο Αδείμαντος με οργή και κάλεσε το Θεμιστοκλή να σωπάσει. Ο Θεμιστοκλής του απάντησε ήρεμα και τον κάλεσε να πεισθεί στα λόγια του, διότι αλλιώς «εμείς μεν θα πάρουμε τις οικογένειές μας – πλοία έχουμε πολλά – και θα φύγουμε στην αποικία μας Σίρι της Ιταλίας, σεις όταν στερηθείτε ένα τέτοιο σύμμαχο θα θυμηθείτε τα λόγια μου».

Αυτό ήταν. Όλα άλλαξαν. Ο Ευρυβιάδης μεταπείστηκε οριστικά πια. Από τους υπόλοιπους, άλλοι εκόντες άλλοι άκοντες, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Αποφασίστηκε χωρίς καν ψηφοφορία να δώσουν τη μάχη στη Σαλαμίνα. Άρχισαν αμέσως οι ετοιμασίες για τη μάχη. Είχε ξημερώσει. Σε λίγο οι Πελοποννήσιοι άρχισαν πάλι να γκρινιάζουν. Η δυσαρέσκειά τους μεταδόθηκε και στα πληρώματα των πλοίων τους, που κατηγορούσαν τον Ευρυβιάδη ως άβουλο. Συγκαλείται νέο συμβούλιο. Ήταν φανερό όμως τώρα ότι οι περισσότεροι ήταν με το μέρος του Θεμιστοκλή. Αυτός, χρησιμοποιώντας το δούλο του Σίκιννο, που γνώριζε περσικά, παρακίνησε τους Πέρσες στρατηγούς να επιτεθούν αμέσως για να πετύχουν εύκολη και γρήγορη νίκη κατά των κατακερματισμένων Ελλήνων. Προέβη σ’ αυτή την ενέργεια ο δαιμόνιος Θεμιστοκλής, για ν’ αναγκαστούν οι Έλληνες να μείνουν και να πολεμήσουν στη Σαλαμίνα.

Η πρόταση του Σικίννου –του Θεμιστοκλή στην πραγματικότητα– βρήκε απολύτως σύμφωνο τον Ξέρξη. Ο περσικός στόλος ναυλοχούσε στα λιμάνια του Φαλήρου, της Μουνιχίας, του Πειραιά και του λεγόμενου Φωρών (= κλεπτών). Μόλις νύχτωσε, περσικό τμήμα κατέλαβε την Ψυτάλλεια. Ένα τμήμα του στόλου τα μεσάνυχτα έκλεισε το πέρασμα προς την Ελευσίνα. Όλος ο στόλος παρατάχθηκε σε μάχη.

Οι Έλληνες συνέχιζαν ακόμη να συζητούν. Η παράταση της συζήτησης ευνόησε την τακτική του Θεμιστοκλή. Τα μεσάνυχτα ανήγγειλαν στο Θεμιστοκλή ότι ήρθε ο Αριστείδης και τον ζητούσε. Αυτός είπε στο Θεμιστοκλή ότι κάθε συζήτηση είναι πλέον μάταιη. Οι Πελοποννήσιοι δεν μπορούν να φύγουν. Διότι οι Πέρσες έκλεισαν τους δρόμους διαφυγής τους. «Έρχομαι από την Αίγινα και το είδα με τα μάτια μου», είπε ο Θεμιστοκλής χαρούμενος και τον κάλεσε να τα πει σ’ όλο το συμβούλιο. Σε λίγο επιβεβαίωσε την πληροφορία και ο Παναίτιος, πλοίαρχος τριήρους Τηνίας, που αυτομόλησε από τους Πέρσες.

Δεν απέμενε παρά σύσσωμος ο ελληνικός στόλος να παραταχθεί σε μάχη. Οι αντίπαλες δυνάμεις ήταν συντριπτικά άνισες. Οι ελληνικές είχαν περίπου 300 πλοία και 70 - 80.000 πολεμιστές. Οι περσικές διέθεταν 1.000 πλοία και 250 - 300.000 άνδρες. Πραγματικός ηγέτης του ελληνικού στόλου ήταν ο μεγαλοφυής Θεμιστοκλής. Ανέτειλε ο ήλιος. Οι δύο στόλοι βρέθηκαν αντιμέτωποι, μένοντας για λίγη ώρα ακίνητοι, με την προσδοκία ν’ αρχίσει πρώτος ο αντίπαλος. Ξαφνικά ήχησε ο πρώτος παιάνας των Ελλήνων και σήμανε η σάλπιγγα του Ευρυβιάδη, που έδωσε το σύνθημα για έφοδο. Ταυτόχρονα ακούστηκαν οι σάλπιγγες όλων των στρατηγών και η κραυγή των πληρωμάτων: «Εμπρός, παιδιά των Ελλήνων, σώστε την πατρίδα», και όλοι όρμησαν μπροστά. Αντεπιτέθηκαν οι Πέρσες. Σε λίγο οι Έλληνες άρχισαν να υποχωρούν μέσα στο στενό της Σαλαμίνας κωπηλατώντας προς τα πίσω. Οι εχθροί ακολουθούσαν. Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή « ω δαιμόνιοι, μέχρι πότε θα κωπηλατείτε ανάποδα;». Τότε στ’ αριστερά ο Αμεινίας διέταξε την τριήρη του να κωπηλατήσει πάλι προς τα εμπρός. Άρχισε η αντεπίθεση και η μάχη γενικεύτηκε. Επί πολλή ώρα ήταν αμφίρροπη. Ο Θεμιστοκλής πρωταγωνιστεί. Κάποια στιγμή διατάζει την τριήρη του να ορμήσει κατά της περσικής ναυαρχίδας. Κατακλύζεται από βέλη. Ο Αμεινίας, όμως, καταφέρνει και μπήγει το έμβολό του στα πλευρά της περσικής ναυαρχίδας. Η σύγκρουση υπήρξε τιτάνεια. Με τους Πέρσες πρωταγωνιστούσε μια Ελληνίδα γυναίκα, η Αρτεμησία, η οποία προκάλεσε την οργή των Ελλήνων, σώθηκε μάλιστα από καθαρή σύμπτωση. Στο πεδίο της μάχης έπεσε νεκρός ο γιος του Δαρείου. Ο Αριστείδης με ένα τμήμα Αθηναίων οπλιτών επιβιβάστηκε στην Ψυτάλλεια και μετά από φονική συμπλοκή σκότωσε την ξεχασμένη εκεί περσική φρουρά. Το βράδυ κρίθηκε οριστικά η ναυμαχία με θρίαμβο των Ελλήνων. Οι τελευταίες περσικές μονάδες που αναχώρησαν για το Φάληρο ήταν οι Ίωνες και οι Κάρες.

Η μάχη μεν κερδήθηκε, όχι ακόμα κι ο πόλεμος. Οι περσικές δυνάμεις ξηράς ήταν ακόμα άθικτες. Αλλά και ο περσικός στόλος, παρά τις πολλές του απώλειες, εξακολουθούσε να υπερέχει σημαντικά του ελληνικού. Ευτυχώς όμως που ήρθε η δειλία του Ξέρξη να συμπληρώσει τη γενναιότητα των Ελλήνων. Αντί να συνεχίσει τον πόλεμο, φοβήθηκε μήπως οι Έλληνες σπεύσουν στον Ελλήσποντο και καταστρέψουν το γεφύρωμα που είχε κατασκευάσει κι έτσι αποκλειστεί στην Ευρώπη κι αποδεκατιστεί. Έτσι, την επομένη κιόλας άρχισε να σκέπτεται την επιστροφή του στην Περσία. Τον βοήθησε σ’ αυτό κι ο Μαρδόνιος, που του υποσχέθηκε να καταλάβει την Ελλάδα με 300.000 επίλεκτους άνδρες. Το ίδιο βράδυ διατάχθηκε ο περσικός στόλος να φύγει αμέσως για τον Ελλήσποντο για να σώσει τις γέφυρες. Όταν με το ξημέρωμα οι Έλληνες έμαθαν την αναχώρηση, άρχισαν χαρούμενοι την καταδίωξή τους. Στην Άνδρο διαπίστωσαν ότι ο εχθρός απομακρύνθηκε. Εκεί ο Θεμιστοκλής και οι Αθηναίοι ήθελαν να συνεχίσουν την καταδίωξη μέχρι τον Ελλήσποντο, αλλά τους απέτρεψαν ο Ευρυβιάδης και οι Πελοποννήσιοι.

Μετά από λίγες μέρες έφυγε από την Αττική και ο Ξέρξης με όλο το στρατό του μέσα από τη Βοιωτία για τη Θεσσαλία. Εκεί ο Μαρδόνιος διάλεξε τους 300.000 πεζούς και ιππείς που θα παρέμεναν για να συνεχίσουν τον αγώνα. Ο Μαρδόνιος αποφάσισε να διαχειμάσει στη Θεσσαλία. Μετά από 8 μήνες από την αναχώρησή του επανήλθε ο Ξέρξης στις Σάρδεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου