Η μάχη των Θερμοπυλών
Αρχικά αποφασίστηκε εκ μέρους των Ελλήνων η πρώτη μάχη να δοθεί στα Τέμπη. Μολονότι ο θεσσαλικός οίκος των Αλευαδών συνέπραττε με τους Πέρσες, εντούτοις οι περισσότεροι Θεσσαλοί προσφέρθηκαν ν’ αντισταθούν στον εχθρό. Γιαυτό τους στάλθηκε ενίσχυση 10.000 ανδρών υπό το Σπαρτιάτη Ευαίνετο και τον Αθηναίο Θεμιστοκλή. Μαζί και με άλλες θεσσαλικές δυνάμεις έφθασαν στα Τέμπη. Εκεί διαπίστωσαν ότι ο πολυάριθμος στόλος μπορούσε να μεταφέρει στρατό στα μετόπισθέν τους και ότι υπήρχε κι άλλη δίοδος, από όπου θα μπορούσαν να περάσουν οι Πέρσες. Έτσι έκριναν ανώφελο να παραμείνουν εκεί και επέστρεψαν στον Ισθμό. Μετά από αυτό όλες οι πόλεις της ανατολικής Ελλάδας, πλην της Αττικής και της Μεγαρίδας, αναγνώρισαν την κυριαρχία των Περσών. Αυτά γίνονταν την ώρα που ο Ξέρξης περνούσε τον Ελλήσποντο. Σε δύο μήνες ο Ξέρξης έφθασε στον Όλυμπο και στην Όσσα. Εκεί οι κήρυκές του του πρόσφεραν τις δηλώσεις υποταγής όλων σχεδόν των Ελλήνων πάνω από τον Κιθαιρώνα: Δολόπων, Θεσσαλών, Αινιάνων, Μαλιέων, Πλαταιέων κ.λπ.
Αυτό, όμως, δεν απογοήτεψε ή αποθάρρυνε τους συνέδρους του Ισθμού, που ήταν ακόμα εκεί. Εξέδωσαν ψήφισμα, με το οποίο αφιέρωναν στους Δελφούς το 1/10 των κτημάτων όσων συμπράξουν με τους Πέρσες μετά τη λήξη του πολέμου. Ταυτόχρονα αποφάσισαν να καταλάβουν το στενό των Θερμοπυλών και την πλησίον τους θάλασσα στο Αρτεμίσιο. Αυτό έγινε περί τα τέλη Ιουνίου του 480 π.Χ. Αρχηγός του ναυτικού ήταν ο Σπαρτιάτης Ευρυβιάδης, ενώ του στρατού ξηράς ο βασιλιάς Λεωνίδας. Ο στρατός που πήρε μαζί του ο Λεωνίδας ήταν 300 επίλεκτοι Σπαρτιάτες, 500 οπλίτες της Τεγέας, 500 Μαντινείς, 1.120 Αρκάδες, 400 Κορίνθιοι, 200 Φλειάσιοι, 80 Μυκηναίοι. Καθοδόν προστέθηκαν σ’ αυτούς 700 Θεσπιείς, 400 Θηβαίοι, 1.000 Φωκαείς και κάποιοι Οπούντιοι Λοκροί. Το σύνολο δεν υπερέβαινε τις 13-14.000. Το ναυτικό του Ευρυβιάδη αποτελούνταν από 271 τριήρεις και 9 πεντηκοντόρους και 60.000 ναύτες.
Στάλθηκαν στα θεσσαλικά παράλια τρία πλοία για να κατασκοπεύσουν τις κινήσεις του περσικού στόλου. Συγκρούστηκαν με 10 περσικά και καταστράφηκαν. Αυτό στάθηκε αφορμή ο ελληνικός στόλος ν’ αφήσει το Αρτεμίσιο και να καταφύγει στη Χαλκίδα. Ευτυχώς, όμως, που η θάλασσα φρόντισε να καταστρέψει 400 πλοία του Μεγαβάτη στην ανατολική παραλία της Μαγνησίας. Οι Έλληνες που ναυλοχούσαν στη Χαλκίδα μόλις έμαθαν το συμβάν, αναθάρρησαν και ξαναγύρισαν στο Αρτεμίσιο.
Ο Ξέρξης έφτασε στις Θερμοπύλες, όπου και στρατοπέδευσε. Παρέμεινε άπρακτος 4 μέρες. Αφού πληροφορήθηκε την κατάσταση του ναυτικού του, διέταξε επίθεση. Επακολούθησε σφοδρή σύγκρουση. Οι άνδρες του πολέμησαν γενναία. Η θέση όμως ήταν δυσμενής γι’ αυτούς και ευνοϊκή για τους Έλληνες. Επί δύο μέρες οι λυσσαλέες επιθέσεις τους αποκρούονταν. Τη δεύτερη μέρα οι επίλεκτοι του βασιλιά διατάχθηκαν να επιχειρήσουν έφοδο. Αποκρούστηκαν με φοβερές απώλειες, όπως και οι προηγούμενοι. Ο Ξέρξης βλέποντας την αποτυχία και τη συμφορά, αναπήδησε τρεις φορές από το θρόνο του, που ήταν στημένος σ’ ένα κοντινό ύψωμα.
Πέρασε και η δεύτερη μέρα χωρίς να διαρραγεί το ελληνικό μέτωπο. Ο Ξέρξης αγωνιούσε. Ωσότου ο Μαλιέας Εφιάλτης αποκάλυψε στο βασιλιά ότι υπήρχε ένα μονοπάτι που έβγαζε στα μετόπισθεν των Ελλήνων. Μόλις νύχτωσε ο στρατηγός Υδάρνης με τους στρατιώτες του μπήκε στην κοίτη του Ασωπού και ακολουθώντας την Ανοπαία δίοδο τα ξημερώματα βρέθηκε στην κορυφή, που τη φύλαγαν οι 1000 Φωκείς. Αιφνιδιάστηκαν και οι δύο μέσα στο ημίφως. Ο Υδάρνης ρώτησε αν και αυτοί ήταν Λακεδαιμόνιοι. Μόνο όταν βεβαιώθηκε πως όχι, διέταξε επίθεση. Οι Φωκείς υποχώρησαν και κατέφυγαν στα γύρω υψώματα. Ο Υδάρνης συνέχισε την πορεία του και περί το μεσημέρι βρέθηκε πίσω από τις Θερμοπύλες. Ο Λεωνίδας πληροφορήθηκε ότι κινδυνεύει να κυκλωθεί. Οι περισσότεροι των Ελλήνων φρονούσαν ότι δεν υπήρχε πλέον ελπίδα απόκρουσης του εχθρού και άρα άσκοπη και καταστροφική θα ήταν η επιμονή στην άμυνα. Αντίθετα, ο Λεωνίδας αποφάσισε να μην εγκαταλείψει τη θέση του και να θυσιαστεί, πιστεύοντας ότι αυτό επέβαλλε το συμφέρον της πατρίδας. Μαζί του έμειναν οι σύντροφοί του Σπαρτιάτες, οι Θεσπιείς, οι Θηβαίοι και ο μάντης Μεγιστίας. Δε γνωρίζουμε πόσοι ήταν αυτοί που έμειναν. Απ’ αυτούς οι περισσότεροι Θηβαίοι παραδόθηκαν. Μετά τη μάχη βρέθηκαν 4.000 νεκροί Έλληνες, απ’ αυτούς 2.500 έπεσαν κατά την τελευταία ημέρα της μάχης.
Όταν ο Λεωνίδας διαπίστωσε την κύκλωσή του και τον επερχόμενο κίνδυνο, αποφασισμένος καθώς ήταν να πεθάνει, διέταξε επίθεση ώστε να προκαλέσει τη μεγαλύτερη δυνατή φθορά στον εχθρό. Τα πλήθη, όμως, των Περσών ήταν ανεξάντλητα. Όταν τα ελληνικά δόρατα έσπασαν, η μάχη συνεχίστηκε με τα ξίφη. Έπεσε και ο Λεωνίδας. Γύρω από το πτώμα του έγινε φονική μάχη. Οι Έλληνες πήραν το νεκρό βασιλιά τους και τον έφεραν πίσω από το τείχος. Εκεί πάνω σε ένα μικρό λόφο αγωνίστηκαν και έπεσαν μέχρις ενός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου