ΕΛΛΑΣ

ΕΛΛΑΣ

Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

Ε΄. Η ΠΟΡΕΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΜΦΟΡΑ



1. Η διακυβέρνηση

    Η τουρκική επεκτατικότητα δεν αρκέστηκε στη στρατιωτική εισβολή και κατάληψη/κατοχή της μισής σχεδόν Κύπρου. Προχώρησε και στην προσπάθεια αλλοίωσης (για ενίσχυση της διαπραγματευτικής της θέσης) δημογραφικά του νησιού. Προς τούτο μετακίνησε Τούρκους πολίτες από την Ανατολία στο κατεχόμενο τμήμα.

     Στο ελεύθερο τμήμα του νησιού παρέμεινε και μετά την εισβολή, σε ισχύ, ως προς το πολίτευμα και τις λειτουργίες του Κράτους, το Σύνταγμα του 1960. Από το 1960 ως το 2012 την Προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας άσκησαν 6 πρόσωπα: ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄ ( 1960-77), ο Σπ. Κυπριανού (1977-88), ο Γεώρ. Βασιλείου (1988-93), ο Γλαύκος Κληρίδης (1993-2003), ο Τάσσος Παπαδόπουλος (2003-2008) και ο Δημ. Χριστόφιας (2008-2013).

    Τα κόμματα που κυριάρχησαν στην κυπριακή πολιτική σκηνή ήταν/είναι τα Δημοκρατικός Συναγερμός (ΔΗΣΥ), Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζομένου Λαού (ΑΚΕΛ), Δημοκρατικό Κόμμα (ΔΗΚΟ) και Εθνική Δημοκρατική Ένωση Κέντρου (ΕΔΕΚ). Συχνά στις Προεδρικές εκλογές, κυρίως, υπάρχουν συνεργασίες/συμπράξεις και μεταξύ κομμάτων ακόμα και μη συγγενών ιδεολογικά.

     Η εξουσία (Προεδρική Δημοκρατία) ασκείται κυριαρχικά από τον Πρόεδρο. Στο νησί μέχρι το 2012 (οπότε εμφανίστηκαν τα πρώτα ανησυχητικά μηνύματα) υπήρχε σχετική ευημερία που οδηγούν σταδιακά σε οικονομική κρίση. Συνεπώς κύρια μέριμνα κάθε Προέδρου δεν μπορούσε (αυτό θα ήταν φυσικό σε κάθε περίπτωση) παρά να ήταν/είναι η επίλυση του εθνικού προβλήματος: της επανένωσης της χώρας και της λήξης της ξένης κατοχής του μισού σχεδόν νησιού. Οι πιο ουσιώδεις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο Κοινοτήτων που έγιναν ως τώρα ήταν εκείνες του 1977-79 μεταξύ Μακαρίου/Κυπριανού και Ντενκτάς. Κατ’ αυτές ορίστηκαν οι βάσεις επίλυσης του Κυπριακού:

- δημιουργία μιας ανεξάρτητης, αδέσμευτης, δικοινοτικής και διζωνικής ομοσπονδίας·

- ο καθορισμός της έκτασης που αναλογεί σε κάθε ομοσπονδιακή συνιστώσα θα βασιστεί στην οικονομική βιωσιμότητα και ιδιοκτησία γης των δύο Κοινοτήτων·

- οι ελευθερίες διακίνησης κι εγκατάστασης, και το δικαίωμα περιουσίας θα καθοριστούν σύμφωνα με τις αρχές του δικοινοτικού ομόσπονδου συστήματος διακυβέρνησης:·

- οι αρμοδιότητες της ομοσπονδιακής Κυβέρνησης θα είναι τέτοιες, ώστε να διασφαλίζεται η ενότητα και ακεραιότητα του Κράτους, αποκλειομένης κάθε μορφής ένωσης με οποιοδήποτε άλλο κράτος, διχοτόμησης ή απόσχισης, και

- θα προβλεφθούν επαρκείς εγγυήσεις για την ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα του Κράτους.

    Μέχρι σήμερα (2012), δυστυχώς, αυτές οι αρχές μένουνε ανενεργές. Όλες οι προσπάθειες απέβησαν άκαρπες. Η ευθύνη γι’ αυτό βαρύνει σχεδόν αποκλειστικά την Τουρκία (κυρίως) και τους Τουρκοκυπρίους.

      Η τουρκική απειλή (και για την Κύπρο) παραμένει αμείωτη. Αυτό υποχρεώνει τις κυβερνήσεις της Μεγαλονήσου να μεριμνούν για την καλύτερη δυνατή άμυνά της, ξοδεύοντας τεράστια κονδύλια για την αγορά σύγχρονων οπλικών συστημάτων. Ταυτόχρονα, κατά τη 10ετία του ’90 θεσπίστηκε το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδας – Κύπρου, το οποίο στην εφαρμογή του είναι και δυσχερές και νεφελώδες, τουλάχιστο όσο δε λαμβάνει χώρα "θερμό" ἐπεισόδιο.

     Πέραν από όλα αυτά, οι κυπριακές Κυβερνήσεις δεν έπαυσαν να μεριμνούν για την οικονομική ανάπτυξη του νησιού, να βελτιώνουν τους τομείς της υγείας, της Παιδείας και της κοινωνικής πρόνοιας, και να προετοιμάζουν την είσοδο της χώρας στην Ε.Ε. και στην ευρωζώνη.
 
2. Πορεία προς/και ένταξη στην Ε.Ε.
1. Από το 1962 η Κύπρος εκδήλωσε ενδιαφέρον για θεσμική σύνδεσή της με την τότε ΕΟΚ. Σε αυτό συντέλεσε το αίτημα (1961) της Μ. Βρετανίας για ένταξη στην ΕΟΚ. Το βρετανικό αίτημα προσέκρουσε σε γαλλικό βέτο. Έτσι ατόνησε και το κυπριακό ενδιαφέρον.
2. Το 1970 η Κύπρος επανέφερε το αίτημά της για σύνδεση με την ΕΟΚ. Μετά από διετείς διαπραγματεύσεις, στις 19/12/72 υπογράφηκε Συμφωνία Σύνδεσης ΕΟΚ – Κύπρου. Την 1/6/73 τέθηκε σε εφαρμογή η Συμφωνία. Η Τελωνειακή Ένωση θα πραγματοποιούνταν σε δυο φάσεις και θα ολοκληρωνόταν σε 10 χρόνια. Λόγω, όμως, της τουρκικής εισβολής και κατοχής και του πλήγματος που δέχθηκε η κυπριακή οικονομία, ο χρόνος ολοκλήρωσης της Συμφωνίας Σύνδεσης διπλασιάστηκε.
3. Βάσει του Συμφώνου Σύνδεσης από το 1978 ως το 1998 υπογράφηκαν ανάμεσα στα δυο μέρη 4 Χρηματοδοτικά Πρωτόκολλα, με τα οποία η κυπριακή οικονομία χρηματοδοτήθηκε με 210 εκ. Ευρωπαϊκών Νομισματικών Μονάδων (πρόδρομος του ευρώ). Από το ποσό αυτό θα επωφελούνταν αναλογικά και οι δύο Κοινότητες.
4. Στις 3/7/90 η Κύπρος υπέβαλε και επίσημα αίτηση πλήρους ένταξης στην ΕΟΚ επί προεδρίας Γ. Βασιλείου και έτσι άρχισαν οι προενταξιακές διαδικασίες και προετοιμασίες.
Στις 30/6/93 η Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πλέον) γνωμοδότησε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία πληροί τις προϋποθέσεις για ένταξη στην Ε.Ε.
Στις 4/10/93 το Συμβούλιο Υπουργών της Ε.Ε. αποδέχτηκε τη γνωμοδότηση της Επιτροπής κι ενέκρινε την έναρξη ουσιαστικών συνομιλιών μεταξύ Ε.Ε. και κυβέρνησης της Κύπρου. Αυτές άρχισαν το Νοέμ. και ολοκληρώθηκαν στα μέσα του 1995. Μετείχαν 23 ομάδες εργασίας.
Τον Ιούν. 1994, επί ελληνικής προεδρίας της Ε.Ε., το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατά τη συνεδρία του στην Κέρκυρα αποφάσισε ότι η Κύπρος θα περιλαμβάνεται στην επόμενη διεύρυνση της Ε.Ε. Αυτή η απόφαση επιβεβαιώθηκε και από συνεχείς επόμενες αποφάσεις ως το 1998. Στη Διάσκεψη του 1996 χρειάστηκε η Ελλάδα να άρει το βέτο για την Τελωνειακή Ένωση της Τουρκίας με την Ε.Ε.για να διευκολυθνθεί η διαδικασία της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Λουξεμβούργου (12-13/12/97) αποφάσισε την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων στις 30/3/98, μαζί με των Ουγγαρίας, Πολωνίας, Εσθονίας, Τσεχίας και Σλοβενίας. Οι Τουρκοκύπριοι αρνήθηκαν να μετάσχουν στην επιτροπή διαπραγματεύσεων.
5. Ενεργότερα το ενδιαφέρον της Ένωσης για την επίλυση του Κυπριακού εκδηλώθηκε το Δεκ. 1993 με το διορισμό παρατηρητή της παρακολούθησης των εξελίξεων γύρω από το ζήτημα.

3. Η πορεία του Κυπριακού μετά την Εισβολή
α) Η αμερικανική στάση και πολιτική
1. Το άφρον και προδοτικό χουντικό πραξικόπημα στην Κύπρο έδωσε την αφορμή στην Τουρκία να πραγματοποιήσει τα πάγια σχέδιά της: τη διχοτόμηση του νησιού και τη μόνιμη εγκατάστασή της εκεί.
Το έπραξε ασφαλώς όχι μόνο κάτω από την ανοχή αλλά και την έμμεση (τουλάχιστον) ενθάρρυνση της Ουάσιγκτον (δηλ. του Χ. Κίσσινγκερ). Για το πώς κτλ. μιλήσαμε ήδη.
2. Η Μόσχα έμεινε σχεδόν αμέτοχη στην κυπριακή τραγωδία του 1974. Έδειχνε ν’ αναγνωρίζει στις ΗΠΑ τον κυρίαρχο ρόλο στο ζήτημα. Άλλωστε υπήρχε μια ύφεση στις αμερικανοσοβιετικές σχέσεις.
3. Οι στρατιωτικές (και όχι μόνο) δυνατότητες του Έλληνα πρωθυπουργού Κων. Καραμανλή ήταν πολύ περιορισμένες. Γιαυτό ζητούσε από τις ΗΠΑ ν’ ασκήσουν πιέσεις στην Τουρκία. Αντιδρώντας δε στον «Αττίλα 2» και στην αμερικανική ανεκτικότητα, αποφάσισε (λανθασμένα, όπως αποδείχτηκε) την απόσυρση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Προέβη, παράλληλα, σε έντονες παραστάσεις/επικρίσεις στον Αμερικανό πρεσβευτή στην Αθήνα. Ακόμη υποστήριξε σοβιετική πρόταση σύγκλησης διεθνούς διάσκεψης για το Κυπριακό, η οποία, όμως, απορρίφθηκε από τον Κίσσινγκερ.
4. Στις 2/9/75 ο Κίσσινγκερ παρουσίασε στον ΟΗΕ για πρώτη φορά τις αμερικανικές ιδέες επίλυσης του Κυπριακού. Αυτές συνοψίζονταν σε πέντε πτυχές του: ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα, εδαφικές διευθετήσεις και προστασία της αυτονομίας και ασφάλειας των Τουρκοκυπρίων. Η Άγκυρα τις αγνόησε. Της επιβλήθηκε από το Κογκρέσο απαγόρευση πώλησης αμερικανικών όπλων. Ο Αμερικανός Πρόεδρος Φορντ διαφώνησε.
Ελλάδα και Κύπρος αξιολόγησαν το εδαφικό ως το κυριότερο θέμα προς διευθέτηση και άρα θα έπρεπε σε αυτό να εστιάσουν τις προσπάθειες και τη διαπραγματευτική τους τακτική. Το Δεκ. 1974 οι Καραμανλής και Μακάριος συμφώνησαν στην Αθήνα ότι η διευθέτησή του θα διευκόλυνε την επίλυση του όλου προβλήματος. Άρα θα έπρεπε να παροτρύνουν τις ΗΠΑ ν’ ασκήσουν την επιρροή τους προς αυτή την κατεύθυνση τη στιγμή που ο Κίσσινγκερ πίεζε για έναρξη του διαλόγου.
5. Επειδή απέτυχαν οι Κληρίδης και Ντενκτάς σε τρεις γύρους διαπραγματεύσεων σε Βιέννη και Ν. Υόρκη ως το φθινόπωρο 1975, αναγκάστηκε η κυπριακή Κυβέρνηση να προσφύγει στη Γεν. Συνέλευση του ΟΗΕ, η οποία με Ψήφισμά της καταδίκασε την Τουρκία. Στις 11-12/12/75 διεξήχθησαν στις Βρυξέλλες ελληνοτουρκικές συνομιλίες από τις οποίες προέκυψε η διάθεση της Τουρκίας ν’ αρχίσει νέος γύρος διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό.
6. Η αμερικανική πολιτική επί του Κυπριακού χαρασσόταν με βάση την εκτίμηση ότι τα γεγονότα 1974 άλλαξαν αμετάκλητα τα δεδομένα και άρα επάνοδος στο Σύνταγμα του 1960 αποκλειόταν. Γιαυτό πίεζε Αθήνα και Άγκυρα να δουν το πρόβλημα με αυτό το πρίσμα. Οι σχετικές πιέσεις οδήγησαν στις διακοινοτικές διαπραγματεύσεις 1977-79 μεταξύ Μακαρίου – Ντενκτάς και στη συνέχεια Κυπριανού – Ντενκτάς, για τις οποίες μιλήσαμε ήδη.
7. Η εκλογή του Προέδρου Κάρτερ (παρά τις προεκλογικές του υποσχέσεις) δε διαφοροποίησε την αμερικανική πολιτική επί του Κυπριακού.
Και αυτή η πρωτοβουλία, όμως, προσέκρουσε στην τουρκική αδιαλλαξία. Στα τέλη Φεβρ. 1977 επισκέφθηκε την Κύπρο ως προεδρικός απεσταλμένος ο Κλάρκ Κλίφφορντ, κομίζοντας στον Πρόεδρο Μακάριο την αμερικανική υποστήριξη. Μετά ένα χρόνο άρθηκε το αμερικανικό εμπάργκο όπλων.
Η αμερικανική πολιτική δεν περιοριζόταν σε αυτά. Αποδεχόταν τις τουρκικές αξιώσεις για αυτονομία των Τουρκοκυπρίων σε μια χαλαρή διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία. Πρότεινε τον περιορισμό του τουρκοκυπριακού τομέα στο 28-30% του εδάφους. Ταυτιζόμενη με την τουρκική πολιτική, αποδέχθηκε την ισοτιμία Ελληνικυπρίων και Τουρκοκυπρίων σε όλες τις συνταγματικές διευθετήσεις. Ακόμη: ήταν αντίθετη στη διεθνοποίηση του Κυπριακού, στην εφαρμογή των αποφάσεων του Συμ. Ασφαλείας και στην επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία. Προώθησε τις διακοινοτικές διαπραγματεύσεις υπό την εποπτεία του ΟΗΕ. Ταυτόχρονα αναγνώριζε ως κυρίαρη κρατική οντότητα την Κυπριακή Δημοκρατία και την Κυβέρνησή της ως εκπρόσωπό της.
Ο θάνατος του αρχιεπισκόπου-Προέδρου Μακαρίου (3/8/77) αποτέλεσε πλήγμα για τον Κυπριακό Ελληνισμό.

β) Το «Σχέδιο Νίμιτς»
1. Το 1978 η ελληνική κυβέρνηση ενεθάρρυνε και προέτρεπε τον Πρόεδρο Σπ. Κυπριανού να επιμείνει στις διακοινοτικές συνομιλίες. Κάτω από αυτή την οπτική ο Κων. Καραμανλής απέρριψε πρόταση του Τούρκου πρωθυπουργού (Μάης 1978) για συνάντησή τους στην Ουάσινγκτον για 4μερή Διάσκεψη (Ελλάδας, Τουρκίας και των δυο Κοινοτήτων) για το Κυπριακό).
Πεποίθηση του Κ. Καραμ. ήταν ότι η λύση του Κυπριακού θα έπρεπε να επιδιωχθεί στα πλαίσια της Δύσης. Γιαυτό διαφωνούσε με τις κινήσεις της κυπριακής ηγεσίας στο χώρο των Αδεσμεύτων.
Ενόχληση στις σχέσεις Αθηνών – Λευκωσίας προκλήθηκε εξαιτίας της άρσης (το 1978) του αμερικανικού εμπάργκο όπλων προς την Τουρκία. Η Λευκωσία μεμφόταν την Αθήνα ότι δεν απέτρεψε αυτή την εξέλιξη. Από την πλευρά του ο Καραμ. εκτιμούσε ότι η άρση του εμπάργκο θα δημιουργούσε ευνοϊκό κλίμα στην Ουάσινγκτον για το Κυπριακό. Αντίθετα, πίστευε ότι η Ρωσία κατά βάθος επιδίωκε τη «μη-λύση» του προβλήματος.
Στις 10/11/78 ο Μάθιου Νίμιτς παρουσίασε εκ μέρους των ΗΠΑ, Καναδά και Αγγλίας ένα σχέδιο για το Κυπριακό. Ήταν η πρώτη μεσολαβητική πρωτοβουλία των ΗΠΑ. Η κυπριακή Κυβέρνηση αντέδρασε αρνητικά. Η Αθήνα διαφώνησε μαζί της.
Το «Σχέδιο Νίμιτς» ήταν το αντάλλαγμα του Προέδροτ Κάρτερ προς το Κογκρέσο για την άρση του εμπάργκο. Ήταν συνάμα και μια απόπειρα υπέρβασης στο αδιέξοδο των διακοινοτικών. Πρόβλεπε δε εδαφικά ανταλλάγματα προς την ελληνοκυπριακή πλευρά για τυχόν υποχωρήσεις στο συνταγματικό. Στην ουσία το «Σχέδιο» συνιστούσε μια χαλαρή συνομοσπονδία με δυο ισοδύναμες και ισότιμες Κοινότητες. Τη ρύθμιση δε του εδαφικού μετέθετε σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις. Σε εκκρεμότητα άφηνε και την αποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων κατοχής. Πρόβλεπε, όμως, την επανεγκατάσταση των προσφύγων στα Βαρώσια.
Επιφυλάξεις (προσχηματικές;) στο σχέδιο εξέφρασαν και οι Τουρκοκύπριοι. Έτσι, η αμερικανική πρωτοβουλία εξουδετερώθηκε (αν, φυσικά, έγινε για να πετύχει). Για την Ουάσινγκτον την κύρια ευθύνη έφερε ο Κύπριος Πρόεδρος. Γιαυτό αρνήθηκε ν’ ασκήσει πιέσεις στην Άγκυρα. Παρά ταύτα οι συζητήσεις Κυπριανού – Ντενκτάς συνεχίστηκαν. Ούτε οι προσπάθειες του ΟΗΕ έπαυσαν. Ούτε το αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις γεφυρώθηκε.

γ) Η «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου»!
Το Φεβρ. 1988 Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας εκλέχτηκε ο Γεώρ. Βασιλείου. Μαζί του αναφάνηκε μια καινούργια ελπίδα για το Κυπριακό λόγω των ικανοτήτων του και λόγω της διεθνούς παραδοχής του. Ο διεθνής παράγων, βέβαια, προσδοκούσε ευθυγράμμιση του νέου Προέδρου με τις δικές τους (δηλ. τις τουρκικές) επιδιώξεις και επιλογές.
Την ίδια περίοδο προέκυψαν νέα δεδομένα που αρκετοί περίμεναν ότι θα ευνοούσαν και τη λύση του Κυπριακού. Αυτά ήταν: α) η ύφεση στις σχέσεις Ανατολής – Δύσης· β) το «πνεύμα του Νταβός» που προέκυψε από τις συναντήσεις Παπανδρέου – Τουργκούτ Οζάλ, και γ) οι νέες πρωτοβουλίες (Ιούλ. 1989) του ΟΗΕ με τις «ευλογίες» των ΗΠΑ. Οι προτάσεις του ντε Κουεγιάρ (που επιδίωκαν την άρση των λόγων που απέτυχαν οι συνομιλίες (1985 και 1986) δε διέφεραν και πολύ από το «Σχέδιο Νίμιτς».
Η ελληνοκυπριακή πλευρά είχε ήδη κάμει πολλές υποχωρήσεις. Τόσο αυτό όσο και η έμμεση φιλοτουρκική στάση των ΗΠΑ δυνάμωναν, αντί ν’ αμβλύνουν, την αδιαλλαξία του Ντενκτάς – Τουρκίας. Έτσι, σε συνάντηση στις 4/12/89 ντε Κουεγιάρ – Ντενκτάς, ο δεύτερος δήλωσε απερίφραστα: ο πολιτικός συνεταιρισμός των δύο Κοινοτήτων θα βασιζόταν στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και της ισοτιμίας των δύο λαών», δηλ. στην παγίωση της διχοτόμησης.
Τον Ιούν. 1989 ο Γεν. Γραμματέας του ΟΗΕ ντε Κουεγιάρ διόρισε ειδικό συντονιστή επί του Κυπριακού το διπλωμάτη καριέρας Ν. Λένσκυ. Αυτός παρότρυνε τον ντε Κοεγιάρ να συγκαλέσει μια νέα συνάντηση υψηλού επιπέδου στη Ν. Υόρκη. Αυτή έγινε στις 26/2/90. Οι συνομιλίες ήταν εντατικές και κράτησαν 5 μέρες. Απέτυχαν.
Στις 12/3/90 το Συμβ. Ασφαλείας ασχολήθηκε με το Κυπριακό κι εξέδωκε ομόφωνα το 649 Ψήφισμα. Περιλάμβανε αρκετές αρνητικές επισημάνσεις για την Κυβένηση της Κύπρου. Παράλληλα αναφάνηκε η αντίθεση και των ΗΠΑ για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΟΚ.
δ) Τα κατά την προεδρία Κλίντον
Μετά τον πόλεμο του Κόλπου η θέση και η παρουσία των ΗΠΑ στη ΝΑ Ευρώπη, στην ανατολική Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή ενισχύθηκε. Αυτό οφειλόταν και στην ανυπαρξία ενιαίας εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε. και στην αδυναμία της να παίξει κυρίαρχο ρόλο. Δεν πρέπει να υποτιμηθεί και ο παράγοντας Τουρκία, της οποίας ο στρατηγικός ρόλος στην ευρύτερη περιοχή αναβαθμίστηκε.
Η ανάδειξη το 1993 του Γλ. Κληρίδη ως Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας θεωρήθηκε από τις ΗΠΑ καλός οιωνός για το Κυπριακό.
Τη διετία 1993-94 η διπλωματική προσπάθεια των ΗΠΑ εστιάστηκε στην εκπόνηση ιδεών και μέτρων που στόχευαν στην οικοδόμηση κλίματος εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δυο Κοινότητες (και ηγέτες). Το πακέτο των μέτρων αυτών παρουσιάστηκε στους δυο ηγέτες στη Ν. Υόρκη το Μάη 1993. Ο Ντενκτάς (επιδιώκοντας πάντα όλο και περισσότερα) απέρριψε το αρχικό σχέδιο. Η ελληνοκυπριακή πλευρά έθεσε τους δικούς της προβληματισμούς/φόβους: α) Κατ’ αρχάς δεχόταν τα μεσα οικοδόμησης εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) εφόσον δεν οδηγούσαν, άμεσα ή έμμεσα, στην αναγνώριση του ψευδοκράτους, β) φρονούσε ή φοβόταν ότι τα ΜΟΕ δε θα κατέληγαν σε λύση του Κυπριακού, αφού απλά θα διευκόλυναν τον Ντενκτάς να πετύχει μερικές από τις θεμελιώδεις επιδιώξεις του.
Οι πιέσεις των ΗΠΑ προς την κυπριακή Κυβέρνηση συνεχίστηκαν, συνοδευόμενες μάλιστα και από απειλές. Αυτό έγινε εκδηλότερο στις συνομιλίες του Μαρτίου 1994 στη Βιέννη μεταξύ εκπροσώπων του ΟΗΕ, των ΗΠΑ, της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων πάνω σε διευκρινίσεις που ζητούσε ο Ντενκτάς γύρω από τα ΜΟΕ. Η κυπριακή Κυβέρνηση απέρριψε τις δήθεν «νέες ιδέες» του Ντενκτάς (Ιούν. 1994).
Το 1994 εκδόθηκε το 939 Ψήφισμα του Συμβ. Ασφαλείας, με το οποίο επιβεβαιώονταν οι θεμελιώδεις αρχές επίλυσης του Κυπριακού: διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία, μία διεθνής προσωπικότητα του κράτους, μία κυριαρχία. Εντούτοις η τουρκοκυπριακή πλευρά επέμενε ν’ απορρίπτει την ομοσπονδιακή υφή. Κατόπιν αυτού οι συνομιλίες Κληρίδη – Ντενκτάς διακόπηκαν.
Την πορεία προς διευθέτηση του προβλήματος επηρέασε η προσθήκη κατά το 1993 δυο νέων στοιχείων: α) η θετική γνωμοδότηση (30/6) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., που προωθήθηκε περαιτέρω στη συνάντηση κορυφής (25/6/94) στην Κέρκυρα· β) το λεπτομερές σχέδιο (17/12) του Προέδρου Γλ. Κληρίδη για την αποστρατιωτικοποίηση της Μεγαλονήσου. Αυτά προκάλεσαν και τον αναπροσανατολισμό της αμερικανικής πολιτικής στο Κυπριακό, υποστηρίζοντας την ένταξη και της Τουρκίας στην Ε.Ε., συναρτώντας τη με την επίλυση του Κυπριακού. Η (προκλητική συχνά) φιλοτουρκική αμερικανική στάση συνεχίστηκε, αδιαφορώντας για τις τουρκικές προκλήσεις κατά της Ελλάδας και Κύπρου και αντιτιθέμενη σε καθετί της εντεύθεν πλευράς που ενοχλούσε την Τουρκία (π.χ. το ενιαίο αμυντικό δόγμα Ελλάδας – Κύπρου).
Με την επανεκλογή του το 1996 ο Πρόεδρος Κλίντον επιχείρησε ν’ αναλάβει νέες πρωτοβουλίες για το Κυπριακό. Στις 4/7/97 διόρισε τον Ρ. Χόλμπρουκ ως προεδρικό απεσταλμένο για το Κυπριακό. Πραγματοποιήθηκε σειρά επισκέψεων προεδρικών απεσταλμένων στο τρίγωνο Άγκυρα – Λευκωσία – Αθήνα. Καρπός αυτών ήταν η πραγματοποίηση δυο συναντήσεων Κληρίδη – Ντενκτάς υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, στη Ν. Υόρκη (9-13/7/97) και στη Λιόν της Ελβετίας (11-15/8/97). Κατά την πρώτη ο εκπρόσωπος του ΟΗΕ παρουσίασε ένα περίγραμμα για συνολική λύση, αποσιωπώντας, όμως, βασικές πτυχές του (αποχώρηση κατοχικών δυνάμεων, τύχη εποίκων, αγνοουμένων, τριών ελευθεριών). Στη δεύτερη γινόταν διευκρίνιση ασαφών σημείων και υιοθετούσε τις βασικές θέσεις του Ψηφίσματος 939/94. Απέτυχαν και οι δύο.
Μετά την επιτυχία και την έναρξη των ενταξιακών συνομιλιών ΕΕ – Κύπρου, η Τουρκία σκλήρυνε τη στάση της. Μαζί με τους Τουρκοκυπρίους την άνοιξη του 1998 αξιούσαν την απόσυρση από την κυπριακή κυβέρνηση της αίτησης για ένταξη, για να συμβάλουν στην πρόοδο των ενδοκοινοτικών συνομιλιών. Ο Χόλμπρουκ ταυτίστηκε με τις θέσεις της τουρκοκυπριακής πλευράς. Ακόμα και με απειλές περί διχοτόμησης, αναγνώρισης του ψευδοκράτους κτλ.
Εξαιτίας όλων αυτών το καλοκαίρι του 1998 το Κυπριακό βρέθηκε στην πιο κρίσιμη φάση του μετά το 1974.

ε) Το «Σχέδιο Ανάν»: Λύση ή ταφόπλακα;
Η τελευταία μέχρι σήμερα (2012) οργανωμένη προσπάθεια επίλυσης του δυσεπίλυτου (όπως αποδείχτηκε) Κυπριακού έγινε με το περίφημο πλέον «Σχέδιο Ανάν» (από το όνομα του τότε Γεν. Γραμματέα του ΟΗΕ Κόφι Ανάν). Υποτίθεται ότι συντάχθηκε από όργανα του ΟΗΕ ή έστω υπό την καθοδήγησή του. Το πιθανότερο είναι όμως ότι πραγματικοί γεννήτορές του είναι οι Αγγλο-Αμερικάνοι με την υπόγεια συμμεχή και της Τουρκίας.
Στις 11/11/2002 το Σχέδιο επιδόθηκε από τον Κόφι Ανάν στους άμεσα ενδιαφερομένους. Διατηρούσε μεν (τουλάχιστο στ’ όνομα) ως βασική του φιλοσοφία τη δημιουργία μιάς διζωνικής Ομοσπονδίας, όλες όμως οι άλλες του ρυθμίσεις για τη λειτουργία της Δημοκρατίας και του κράτους ήταν τόσο περίπλοκες και τόσο σκανδαλώδεις υπέρ της Τουρκοκυπριακιακής Κοινότητας (και έμμεσα της Τουρκίας) που καθιστούσαν τις ελάχιστες ευνοϊκές για τους Ελληνοκυπρίους πρόνοιες σχεδόν άχρηστες, και οι όποιες παραδεκτές ούτε καν άμεσης απόδοσης.
Το Σχέδιο θ’ αποτελούσε τη βάση των διακοινοτικών διαπραγματεύσεων. Και πριν αυτές καλά-καλά ξεκινήσουν άρχισαν οι αναθεωρήσεις του, για να καταλήξει τελικά η οριστική διαπραγμάτευση και «έγκριση» να γίνει επί του 5ου αναθεωρημένου Σχεδίου. Στο μεταξύ στις αρχές του 2003 έγιναν στην Κύπρο εκλογές με νέο Πρόεδρο τον Τάσσο Παπαδόπουλο. Εκλογές γίνανε και στο κατεχόμενο τμήμα με νικητή τον ίδιο, το Ρ. Ντενκτάς. Μεταξύ αυτών θα συνεχίζονταν πλέον οι τελικές διαπραγματεύσεις. Κατ’ αυτές εκφράστηκαν πολλές και σοβαρές επιφυλάξεις και διαφωνίες (κυρίως από τους Ελληνοκύπριους διαπραγματευτές). Συμφωνήθηκε ότι η τελική και καταληκτική διαπραγμάτευση θα γινόταν σε διάσκεψη του ΟΗΕ στη Χάγη. Το αποτέλεσμα δε θα επικυρωνόταν με ξεχωριστά Δημοψηφίσματα των δύο Κοινοτήτων. Οι Τουρκοκύπριοι δε θέλανε δημοψήφισμα. Οι Ελληνοκύπριοι το απαιτούσαν. Διατυπώθηκαν υπόνοιες έως κατηγορίες ότι η Ελληνική Κυβέρνηση (με πρωθυπουργό τον Κ. Σημίτη και υπουργό Εξωτερικών το Γ. Παπανδρέου) δεσμεύτηκε στον ΟΗΕ και στην ΕΕ ότι το Σχέδιο Ανάν θα εγκριθεί (για να διευκολυνθεί προφανώς η ένταξη της νήσου στην ΕΕ) . Αυτή εκδοχή ούτε επιβεβαιώθηκε ούτε διαψεύστηκε.
Η Σύνοδος του ΟΗΕ στη Χάγη έγινε περί τις 20/3/2004. Από 5/3 στην Ελλάδα υπήρχε Κυβέρνηση Ν. Δημοκρατίας υπό τον Κώστα Καραμανλή και υπουργό Εξωτερικών τον Κ. Μολυβιάτη. Αυτοί μετείχαν στις δραματικές, όπως εξελίχθηκαν, τελικές διαπραγματεύσεις εν μέσω αφόρητων πιέσεων και απειλών από το διεθνή παράγοντα. Εντούτοις ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας αρνήθηκε να προσυπογράψει το Σχέδιο, αφήνοντας την αποδοχή του ή όχι στην κρίση των Ελληνοκυπρίων. Οι Τουρκοκύπιοι το αποδέχονταν, παρά τις κάποιες επιφυλάξεις τους (πραγματικές ή προσχηματικές). Η ελληνική πλευρά βρέθηκε σε δύσκολη θέση· επιδίωξε βελτιώσεις αλλά άφησε τις πρωτοβουλίες και τις τελικές αποφάσεις στους Ελληνοκυπρίους. Οι Τουρκοκύπριοι δε θέλανε δημοψήφισμα. Το Σχέδιο τελικά (λόγω της αρνητικής στάσης του Προέδρου Παπαδόπουλου) δεν υπογράφηκε. Συμφωνήθηκε όλα να κριθούν με τα δημοψηφίσματα.
Τα δημοψηφίσματα και των δύο Κοινοτήτων διεξήχθησαν ταυτόχρονα, στις 24/4/2004. Υπήρχαν ανάμεσα στους Ελληνοκυπρίους και υποστηρικτές του Σχεδίου, κυρίως με την ελπίδα της εκμετάλλευσης των θετικών ρυθμίσεων πού μακροχρόνια μπορεί να εξισορροπούσαν την κατάσταση, απαλύνοντας τις δυσμένειες. Ακούστηκαν όλες οι απόψεις. Αποτελέσματα: α) Οι Ελληνοκύπριοι το απέρριψαν με το 75% των ψήφων. β) Οι Τουρκοκύπριοι το υπερψήφισαν με 65%.
Οι υποστηρικτές του Σχεδίου προφήτευαν συμφορές και δεινά για το νησί από τυχόν απόρριψή του. Μιλούσαν (και οι εμπνευστές/συντάκτες του) για την «τελευταία ευκαιρία». Τίποτε από αυτά δε συνέβη.
Ανάλογη προσπάθεια έκτοτε δεν ανελήφθη. Μόνο ανούσιες επαφές και συζητήσεις πίσω από τα χαρακώματα κάθε πλευράς.