Β΄. ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΑΔΑΣ – ΤΟΥΡΚΙΑΣ (1974-1981)
1. Η τουρκική εισβολή (23/7/74) στην Κύπρο και η κατοχή του μισού σχεδόν του εδάφους της επιδείνωσαν υπέρμετρα τις (πάντοτε προβληματικές) ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η εξομάλυνση δε αυτών των σχέσεων (που συχνά φθάνουν στο χείλος του γκρεμού) είναι από τα δυσχερέστερα προβλήματα που ταλανίζει διαχρονικά την ελληνική διπλωματία, πόσο μάλλον όταν υπάρχουν πρόσθετες και σοβαρές επιβαρύνσεις.
Από τις αρχές της 10ετίας του 70 η τουρκική διπλωματία έστρεψε το ενδιαφέρον της στην Εγγύς Ανατολή, θέλοντας να εδραιώσει εκεί τη θέση της. Ταυτόχρονα χαλάρωνε τους δεσμούς της με τη Δύση. Αυτό αποδείχθηκε επωφελές. Έτσι, κατά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1973 επέτρεψε τη διέλευση από τον εναέριο χώρο της ρωσικών αεροπλάνων ανεφοδιασμού της Αιγύπτου. Ταυτόχρονα αρνήθηκε ανάλογη διευκόλυνση δυτικών προς το Ισραήλ. Το 1976, κι ενώ συνεχιζόταν το αμερικανικό εμπάργκο λόγω του Κυπριακού, φιλοξένησε διάσκεψη ισλαμιστών υπουργών Εξωτερικών. Από το 1979 αναγνώρισε πλήρως την Οργάνωση Απελευθέρωσης της Παλαιστίνης (ΟΑΠ), υποβαθμίζοντας τις σχέσεις της με το Ισραήλ.
2. Ως προς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αυτές σημαδεύτηκαν απόλυτα από την εισβολή και κατοχή κυπριακού εδάφους και την προσφυγοποίηση 200.000 Ελληνοκυπρίων. Το θέμα της Κύπρου ήχθη στον ΟΗΕ, η Γενική Συνέλευση του οποίου (Νοέμ. 1974) καταδίκασε ομόφωνα την τουρκική επίθεση και ζήτησε την αποχώρηση από το νησί των κατοχικών στρατευμάτων. Για την επίλυση του προβλήματος προκρίθηκε η διαδικασία των διακοινοτικών διαπραγματεύσεων υπό την εποπτεία και καθοδήγηση του ΟΗΕ. Οι Τούρκοι (οι ουσιαστικοί συνομιλητές) δεν ήθελαν/θέλουν τη λύση του. Γιαυτό ακολούθησαν/ακολουθούν παρελκυστική πολιτική, προβάλλοντας διαρκώς νέες ή απαράδεκτες αξιώσεις ή υπαναχωρούντες. Έτσι, η θλιβερή εκκρεμότητα διαιωνίζεται.
3. Το Κυπριακό, όμως, δεν είναι το μόνο «αγκάθι» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ένα άλλο οξύ θέμα είναι το καθεστώς στο Αιγαίο. Η Ελλάδα, βλέποντας τις τουρκικές επεκτατικές διαθέσεις και αισθανόμενη την αδιάλειπτη απειλή της γείτονος, αναγκάστηκε να καλύψει την ασφάλεια των νησιών της. Η Τουρκία την κατηγορεί για παραβίαση των Συνθηκών της Λωζάννης (για τα Λήμνος, Λέσβος, Σάμος και Χίος) και του Παρισιού του 1947 (για τα Δωδεκάνησα). Η Ελλάδα αντιτείνει ότι όσον αφορά τη Λήμνο, η αποστρατιωτικοποίσή της ήρθη με τη Συνθήκη του Μοντραί (20/7/1936). Για τα Δωδεκάνησα δε, ναι μεν η αποστρατιωτικοποίησή τους προβλέπεται στη Συνθήκη Ειρήνης με την Ιταλία του 1947, η Τουρκία όμως δεν υπήρξε συμβαλλόμενο μέρος της Συνθήκης των Παρισίων. Αυτή η αποστρατιωτικοποίηση επιβλήθηκε με αξίωση της τότε Σοβ. Ένωσης για τη διασφάλιση δικών της συμφερόντων. Όσον αφορά, τέλος, τα νησιά Χίος, Σάμος και Λέσβος, η στρατιωτικοποίησή τους αποτελεί στοιχειώδες δικαίωμα διασφάλισης της εδαφικής της ακεραιότητας λόγω της διαρκούς και άμεσης τουρκικής απειλής, η οποία εκδηλώθηκε πολλάκις και ποικιλοτρόπως.
4. Ένα άλλο θέμα προστριβών Ελλάδας – Τουρκίας είναι η οριοθέτηση των υποθαλάσσιων συνόρων των ανοιχτών θαλασσών (βυθός και υπέδαφος του βυθού έξω από τα όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης), που ορίζονται από την αλυσίδα των ανατολικών νησιών του Αιγαίου και των δυτικών ακτών της Τουρκίας.
Το πρόβλημα προέκυψε (ή εντάθηκε) αφότου (Νοέμ. 1973) επισημάνθηκε η ύπαρξη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων ανοιχτά της Θάσου. Τότε η Τουρκία διεκδίκησε (και μεθόδευσε) δικαίωμα εκμετάλλευσης κοιτασμάτων υδογονανθράκων στην υφαλοκρηπίδα του ΒΑ, κεντρικού και νοτίου Αιγαίου. Για να το πετύχει, η Τουρκία παρέλειψε να κυρώσει τις Συμβάσεις της Γενεύης (1958) και του Montego Bay (1982) για το Δίκαιο της Θάλασσας. Βεβαίως οι Τούρκοι προβάλλουν και κάποια εύλογα επιχειρήματα σχετικά με την υφαλοκρηπίδα, τα οποία όμως η Ελλάδα είναι διατεθειμένη να διαπραγματευθεί μαζί της, ώστε να βρεθεί η «χρυσή τομή». Διεξάγονται σε χαμηλό επίπεδο κάποιες συζητήσεις, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα. Προτάθηκε από ελληνικής πλευράς (27/1/75) η σύνταξη συνυποσχετικού για την παραπομπή της επίδικης διαφοράς στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η Τουρκία, ενώ αρχικά αποδέχθηκε την πρόταση, γρήγορα υπαναχώρησε.
Η διαφορά γύρω από την υφαλοκρηπίδα δεν είναι μια παρονυχίδα. Συνδέεται με ζωτικά κυριαρχικά δικαιώματα. Την άνοιξη του 1976 Ελλάδα και ΗΠΑ συμφώνησαν στην παγίωση της ισορροπίας δυνάμεων στο Αιγαίο, με τη διατήρηση της αναλογίας 7:10 της παρεχόμνενης αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας σε Ελλάδα και Τουρκία. Η Τουρκία αντέδρασε, κατηγορώντας την Ελλάδα για «επεκτατικές βλέψεις». Ο Καραμ. αντιπρότεινε την υπογραφή Συμφώνου μη Επίθεσης. Απορρίφθηκε. Σε αυτή την άρνηση υποκρύπτονταν τουρκικές προθέσεις για τη δημιουργία τετελεσμένων στο Αιγαίο. Το φανέρωσε γρήγορα και έμπρακτα (θέρος 1976), βγάζοντας στο Αιγαίο το ωκεανογραφικό της «ΜΤΑ SISMIK I»-«Χόρα». Η κρισιμότητα της κατάστασης υποχρέωσε την Ελλάδα να προσφύγει στο Συμβ. Ασφαλείας του ΟΗΕ και στο Διεθνές Δικαστήριο. Η κατάσταση εκτονώθηκε. Η Τουρκία επέμενε να μην υπογράφει το συνυποσχετικό.
Με παρότρυνση του ΟΗΕ ξανάρχισε ο διάλογος μεταξύ των δυο χωρών. Από αυτόν προέκυψε στις 11/11/76 το Πρακτικό της Βέρνης όπου συμφωνήθηκε η αποφυγή εκατέρωθεν κάθε ενέργειας σχετικά με την υφαλοκρηπίδα που τυχόν θα επηρέαζε τη διαπραγμάτευση. Παρά ταύτα η Τουρκία αρνούνταν να συζητήσει με βάση το Διεθνές Δίκαιο.
Η προσπάθεια επίλυσης της διαφοράς επαναλήφθηκε το 1978 στο Μοντραί ανάμεσα στους δυο πρωθυπουργούς. Συμφωνήθηκε ν’ αποφεύγονται οι έρευνες στις επίμαχες περιοχές. Οι συζητήσεις συνεχίστηκαν σε επίπεδο Γενικών Γραμματέων Υπουρ. Εξωτερικών, αλλά και αυτές αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές.
5. Συναφής προς την προηγούμενη είναι και η διαφορά (άλλης φύσης αυτή) σχετικά με τον επιχειρησιακό έλεγχο του Αιγαίου. Αυτό το θέμα ανέκυψε μετά την ατυχή ελληνική απόφαση αποχώρησης από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ σε συνδυασμό με την αίτησή της επανόδου. Άδραξε την ευκαιρία η Τουρκία να τον αμφισβητήσει και διεκδικήσει. Όπως είδαμε, η Ελλάδα ζήτησε να επανέλθουν τα πράγματα στο προ του 1974 καθεστώς. Μέσα στη Συμμαχία διεξήχθησαν πολλές και επίπονες σχετικές συζητήσεις, κατά τις οποίες προτάθηκαν πολλές εναλλακτικές και συμβιβαστικές διευθετήσεις.
Η επανένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ (1980) δε σήμανε και το τέλος της ελληνοτουρκικής διαφοράς στο Αιγαίο. Οι αναμετρήσεις των πολεμικών αεροπλάνων των δυο χωρών πάνω από το Αιγαίο είναι σχεδόν καθημερινές. Η Τουρκία επιδιώκει να κατοχυρώσει δικαιώματα με την απειλή, η Ελλάδα αγωνίζεται να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα.
6. Την πλειάδα των αιγαιακών ελληνοτουρκικών διαφορών συμπληρώνει η αδυναμία καθορισμού των ορίων των χωρικών υδάτων και του εναέριου χώρου.
Ως το 1982 τα χωρικά ύδατα των δυο χωρών στο Αιγαίο εκτείνονταν στα 6 μίλια. Για την Ελλάδα αυτό θεσπίστηκε με νόμο το 1931 βάσει του ισχύοντος τότε Διεθνούς Δικαίου. Ως το 1974 η Τουρκία ουδέποτε τα αμφισβήτησε. Μετά την εισβολή στην Κύπρο άλλαξε στάση και άρχισε η σχετική ένταση μεταξύ των δυο χωρών.
Μετά τη διεθνή Σύμβαση για το «Δίκαιο της Θάλασσας» (1982) οι δυο χώρες έχουν το δικαίωμα να επεκτείνουν τα χωρικά τους ύδατα στα 12 μίλια από τις ακτές τους. Η Τουρκία το εφάρμοσε σε περιοχές που δε θίγουν τα ελληνικά συμφέροντα και τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Η Ελλάδα απέφυγε ακόμη να το κάμει για να μην τροφοδοτήσει περαιτέρω την ένταση, διότι η Τουρκία κατέστησε σαφές ότι μια τέτοια ενέργεια αποτελεί αιτία πολέμου. Η Ελλάδα και φυσικά διατηρεί το δικαίωμα της επέκτασης των χωρικών της υδάτων, τόσο στις ηπειρωτικές της όσο και στις νησιώτικες ακτές της. Τα όρια του εναέριου χώρου συμπίπτουν μ’ εκείνα των χωρικών υδάτων.
7. Κατά την πρώτη 10ετία του 2000 προέκυψε ένα νέο θαλάσσιο δικαίωμα –πολύ ελπιδοφόρο αυτό- και άρα μια ακόμη αιτία (αφορμή, καλύτερα) προστριβών. Πρόκειται για την επέκταση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ). Μέχρι στιγμής η Ελλάδα (ούτε η Τουρκία) δεν την έχει επίσημα οριοθετήσει, εν αντιθέσει με την Κύπρο! Η Ελλάδα προχωρεί, όμως, στην έρευνα κι εκμετάλλευση υποθαλάσσιων κοιτασμάτων στις δυτικές και νότιες θάλασσές της, ενώ ταυτόχρονα προετοιμάζει το έδαφος για τη συνολική οριοθέτηση της ΑΟΖ της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου