3. Η προαγωγή των σχέσεων με τις χώρες των Βαλκανίων
1. Θα ήταν αδιανόητο η ελληνική διπλωματία να μην έχει ως πρωταρχικό της μέλημα την αναβάθμιση των σχέσεων της χώρας με τους γείτονές της. Και από αυτές ξεκίνησε την εξωστρέφειά του ο Έλληνας πρωθυπουργός. Έτσι, από το Μάιο ως τον Ιούλ. 1975 επισκέφθηκε διαδοχικά το Βουκουρέστι, το Βελιγράδι και τη Σόφια. Στόχος του η ανάπτυξη τόσο διμερών όσο και πολυμερών σχέσεων. Είχαν προηγηθεί προκαταρκτικές συναντήσεις του Έλληνα ΥΠΕΞ Δημ. Μπίτσιου με τους ομολόγους του των αντίστοιχων χωρών.
Οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις και η στάση των δυο χωρών πάνω σε κρίσιμα διεθνή ζητήματα εξετάστηκαν τόσο κατά την επίσκεψη (5/6/75) του Κ. Καραμ. στο Βελιγράδι, όσο και κατά την ανταποδοτική του Προέδρου της Γιουγκοσλαβία Τίτο (Μάης 1976). Διαπιστώθηκε: ταύτιση απόψεων στο Κυπριακό, σύμπτωση απόψεων σε πολλά άλλα διεθνή προβλήματα. Από αυτές τις πρωτοβουλίες προέκυψε επωφελής συνεργασία (οικονομική, στρατιωτική κτλ.) ανάμεσα στις δυο χώρες. Παρά την ευρύτατη συνεργασία σε πολλούς τομείς και τις παραδοσιακά αρμονικές σχέσεις ανάμεσα στις δυο χώρες, εντούτοις υπήρχε από χρόνια ένα θέμα που τις μόλυνε, το «Μακεδονικό» ή «Σκοπιανό». Όσο και αν ήδη από το 1952 και εντεύθεν δε βρισκόταν στην επιφάνεια, δεν έπαυε να ενοχλεί τη φιλία των δυο χωρών και η παραμικρή αφορμή να τη θέτει σε δοκιμασία. Αυτό συνέβη και με δήλωση του Τίτο στα Σκόπια (Οκτ. 1978): οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις δεν πρέπει να επηρεάζονται «από το εθνικό μειονοτικό πρόβλημα, το οποίο είναι πράγματι σημαντικό». Η ελληνική κυβέρνηση και ο Ανρ. Παπανδρέου απάντησαν: για την Ελλάδα «δεν υφίσταται θέμα μειονότητας». Το θέμα θίχτηκε και στις ελληνογιουγκοσλαβικές συνομιλίες κορυφής, με σταθερή υποστήριξη της πάγιας ελληνικής θέσης.
Εντούτοις το τεχνητό και Κατοχικό (κυρίως) κατασκεύασμα της μανιωδώς προπαγανδιζόμενης «μακεδονικής εθνότητας» δεν επρόκειτο, δυστυχώς, να λήξει. Αντίθετα μάλιστα, αναζωπύρωσή του είχαμε, ιδίως μετά το θάνατο του Τίτο (Οκτ. 1980). Διευρύνθηκε, μάλιστα, και με βουλγαρική εμπλοκή. Θα το βρίσκουμε στο μέλλον διαρκώς μπροστά μας, άγνωστο για πόσο.
2. Αλματώδης ήταν η βελτίωση των ελληνοβουλγαρικών σχέσεων, που στο παρελθόν, διαχρονικά σχεδόν, δοκιμάστηκαν σκληρά. Αποκαταστάθηκε, επιτέλους, κλίμα φιλίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Και αυτό επιτεύχθηκε τον Ιούλ. 1975 με την πρώτη ιστορικά κατ’ ιδίαν συνάντηση των ηγετών των δυο χωρών, Καραμανλή και Ζίβκωφ, στη Σόφια. Το δρόμο άνοιξε η τόλμη και η διορατικότητα του Βούλγαρου ηγέτη να δηλώσει ρητά για πρώτη φορά ότι η χώρα του παραιτείται από κάθε εδαφική ή άλλη, έμμεση, διεκδίκηση κατά της Ελλάδας. Έκτοτε αποκαταστάθηκε σταθερή επικοινωνία ανάμεσα στους δυο ηγέτες, που συνεχίζεται αναβαθμισμένη έκτοτε, μέχρι και οι δύο χώρες συνυπάρχουν (2012) καί στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ ως ισότιμα μέλη τους. Πολλοί ήταν οι τομείς συνεργασίας των δυο χωρών και κυβερνήσεων, ακόμη και σε διεθνή ζητήματα, παρά την ένταξή τους (τότε) σε διαφορετικά/αντίπαλα στρατιωτικο-πολιτικο-οικονομικά στρατόπεδα. Και τα οφέλη ήταν και πολλαπλά και σημαντικά.
3. Με τη Ρουμανία η προσέγγιση δε συνάντησε ιδιαίτερες δυσκολίες, αφού οι δυο χώρες δε συναντώνται με κοινά σύνορα, συνήθης αιτία προστριβών. Μόνο θέμα περαιτέρω εμβάθυνσης των σχέσεών τους υπήρχε. Αυτό διαπιστώθηκε με την υπογραφή Κοινής Πανηγυρικής Δήλωσης στις 27/5/75 στο Βουκουρέστι κατά την εκεί επίσημη επίσκεψη του Κ. Καραμ. Αυτό το κείμενο αποτέλεσε την πυξίδα που υποδείκνυε την κοινή πορεία των δυο χωρών στα μεγάλα διεθνή ζητήματα. Στο Κυπριακό η στάση της Ρουμανίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ουδέτερη – φιλελληνική. Ευνοούσε μια λύση στα πλαίσια του ΟΗΕ και με διακοινοτικές διαπραγματεύσεις. Νέα ώθηση δόθηκε στις συναλλαγές ανάμεσα στις δυο χώρες, οι οποίες στην 3ετία 1975-77 επταπλασιάστηκαν.
4. Κινητικότητα παρουσίασαν και οι σχέσεις Ελλάδας – Αλβανίας. Το αλβανικό καθεστώς, μετά τη ρήξη των σχέσεών του και με το Πεκίνο, συνειδητοποίησε την ανάγκη αναζήτησης νέων διεθνών ερεισμάτων για να επιβιώσει. Δε θα μπορούσε, συνεπώς, ν’ αγνοήσει τη σημασία των κοινών συνόρων της με την Ελλάδα. Αυτό διαφάνηκε το Μάρτη του 1978 με τη φιλικότητα που έδειξε ο Ενβέρ Χότζα στην ελληνική μειονότητα επισκεπτόμενος χωριά της νότιας Αλβανίας. Αποδείχθηκε πάντως ότι, για την ώρα τουλάχιστον, αυτά δεν ήταν παρά πυγολαμπίδες στο πολυχρόνιο πηχτό σκοτάδι. Ως πρώτο βήμα ενός ξεκινήματος θα μπορούσε να θεωρηθεί η υπογραφή συμφωνίας αεροπορικής σύνδεσης Τιράνων – Αθήνας.
Η διστακτική (και μόνο σε θέματα «χαμηλής πολιτικής») και βραδεία βελτίωση των ελληνο-αλβανικών σχέσεων οφειλόταν στα χρόνια προβλήματα που εκκρεμούσαν ανάμεσά τους, όπως: α) η καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της ισχυρής ελληγνικής μειονότητας της Β. Ηπείρου· β) η μη άρση της εμπόλεμης κατάστασης μεταξύ τους από το Νοέμ. 1940. Ως προς το πρώτο οι Αλβανοί αρνούνταν ν’ αναγνωρίσουν ως ελληνική μειονότητα πέραν των 40 χωριών της νοτιοδυτικής Αλβανίας. Και ως προς αυτούς, όμως, ισχυρίζονταν ότι τους αναγνωρίζονται τα «δικαιώματα» των υπόλοιπων Αλβανών. Ως προς το δεύτερο, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι διευθετήθηκε τουλάχιστο από το 1971. Μια προσπάθεια δε της Κυβέρνησης Ράλλη (1980) να το κλείσει και τυπικά προσέκρουσε τόσο στην απροθυμία των Αλβανών όσο και στις αντιδράσεις των Βορειηπειρωτών.
5. Η ελληνική διπλωματική «επίθεση», όμως, στα Βαλκάνια δεν περιορίστηκε μόνο σε διμερείς συμφωνίες. Επόμενος στόχος υπήρξε η πολυμερής συνεργασία των βαλκανικών χωρών. Αυτό διευκολύνθηκε από τη σύγκληση στο Ελσίνκι της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη. Αυτή προλείανε το κλίμα της ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας των λαών και των χωρών. Το ζήτημα τέθηκε ήδη κατά τις επισκέψεις του Κ. Καραμανλή σε Βουκουρέστι, Βελιγράδι και Σόφια. Σε αυτές το κλίμα ήταν θετικό. Στο Ελσίνκι ο Καραμανλής βολιδοσκόπησε και πάλι τις διαθέσεις των τριών άλλων ηγετών για μια διαβαλκανική συνάντηση σε επίπεδο, αρχικά, υφυπουργών Συντονισμού και Προγραμματισμού.
Οι αντιδράσεις και των τριών ηγετών ήταν θετική. Υπολείπονταν οι διαθέσεις της Τουρκίας και της Αλβανίας. Πέραν αυτού, έπρεπε να διερευνηθεί και το εύρος των προς εξέταση θεμάτων και το περιεχόμενο των ενδεχόμενων συμφωνιών. Οι Ρουμάνοι και Γιουγκοσλάβοι δεν είχαν δυσκολία να συμφωνήσουν ως προς αυτά. Επιφυλακτικοί, αντίθετα, ήταν οι Βούλγαροι που θα έπρεπε να ξεπεράσουν τις αντιρρήσεις της συμμάχου τους Μόσχας. Η αλβανική απάντηση υπήρξε ευθέως αρνητική. Η Άγκυρα αποδέχτηκε μεν κατ’ αρχάς την ελληνική πρωτοβουλία, δεν έπαυε όμως να είναι καχύποπτη σε κάθε τι ελληνικής προέλευσης!.....
Παρ’ όλα αυτά, η Διαβαλκανική Διάσκεψη πραγματοποιήθηκε. Στις 26/1/76 έγινε στην Αθήνα η πρώτη συνεδρίαση σε υπουργικό επίπεδο. Οι συζητήσεις ήταν εξαντλητικές. Διαπιστώθηκε η δυνατότητα συνεργασίας σε θέματα μεταφορών, ενέργειας, γεωργίας, δημ. υγείας και περιβαλλοντος. Τα συζητηθέντα κωδικοποιήθηκαν και υποβλήθηκαν στις επιμέρους κυβερνήσεις. Η αρνητική στάση της Σόφιας εμπόδισε τη διεύρυνση των συζητήσεων και σε θέματα πολιτικής συνεργασίας. Χάρη στην ελληνική επιμονή, μεταξύ 1979 και 1984 θα πραγματοποιηθούν άλλες 4 συνδιασκέψεις (Άγκυρα, Σόφια, Βουκουρέστι και Βελιγράδι) που ασχολήθηκαν με τον ίδιο κύκλο θεμάτων, με πενιχρά όμως αποτελέσματα, γιατί, δυστυχώς, πρυτάνευαν τα πολιτικά κριτήρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου