3. Στις διμερείς σχέσεις και στους διεθνείς Οργανισμούς
1. Όσον αφορά τις διμερείς σχέσεις: Σε αυτές κυριάρχησαν οι σχέσεις Ελλάδας – ΗΠΑ. Αυτές είχαν ήδη δηλητηριασθεί από την αντιαμερικανική κυβερνητική ρητορεία, που αποτελούσε συνέχεια της προκυβερνητικής περιόδου του ΠΑΣΟΚ. Πολλές ήταν οι κυβερνητικές δηλώσεις και ενέργειες που ενόχλησαν την αμερικανική πλευρά. Σε καμιά περίπτωση, όμως, δεν έπραξε κάτι που θα μπορούσε να εκληφθεί ως εχθρική ενέργεια κατά των ΗΠΑ. Εντούτοις, μεγάλες δυσχέρειες ανέκυψαν κυρίως στις διαπραγματεύσεις για την ανανέωση του καθεστώτος των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα που έληγε το 1983. Τελικά υπογράφηκε η Συμφωνία Αμυντικής και Οικονομικής Συνεργασίας (10/9/83) 5ετούς διάρκειας, περιέχουσα μια άμβλυνση των αμερικανικών δικαιωμάτων ελεύθερης κι ανεμπόδιστης χρήσης των βάσεων. Αυτή η κατάληξη είχε ως παρεπόμενη συνέπεια τη μείωση της όποιας έντασης μεταξύ των δυο χωρών, χωρίς εντούτοις να την εξαλείψει. Η οξύτητα στις σχέσεις των δυο χωρών μειώθηκε περαιτέρω καθώς πλησίαζαν οι εκλογές του 1989. Διαπραγματεύσεις για τις βάσεις διεξήχθησαν και κατά τα έτη 1987-88 χωρίς αποτέλεσμα. Απλά η Βουλή παρέτεινε την παραμονή τους ως το Νοέμ. 1990.
2. Κρίσιμη παράμετρο για την ελληνική εξωτερική πολιτική αποτελούσαν πάντα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Εδώ η κυβέρνηση επιδίωξε να χρησιμοποιήσει τους μηχανισμούς του ΝΑΤΟ για να ισχυροποιήσει τη θέση της. Έτσι, το Δεκ. 1981 ζήτησε από το ΝΑΤΟ να εγγυηθεί την ασφάλεια των συνόρων όλων των μελών του από οποιαδήποτε απειλή. Η Τουρκία απέτρεψε μια τέτοια απόφαση. Άλλη συναφής κυβερνητική απόπειρα ήταν η περίληψη και της Λήμνου στους νατοϊκούς σχεδιασμούς (στρατιωτικές ασκήσεις κτλ.). Στην άρνηση της Συμμαχίας να πάρει θέση, η Κυβέρνηση αντέδρασε με αποχή από τις ασκήσεις του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο και απαγόρευση χρήσης του εναέριου χώρου της και της αιγιαλίτιδας ζώνης για συναφείς σκοπούς. Αυτή η θολότητα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις επέφερε αλλαγή στον αμυντικό σχεδιασμό της χώρας. Το δόγμα του «εκ Βορρά κινδύνου» υποκαταστάθηκε/αντικαταστάθηκε από το «εξ Ανατολών κινδύνου», που συνοδεύτηκε από ανάλογη μετακίνηση στρατιωτικών δυνάμεων στα σύνορα με την Τουρκία και σε νησιά του Αιγαίου, και περαιτέρω ενίσχυση των εξοπλισμών των Ενόπλων Δυνάμεων. Το «χαρτί» του ΝΑΤΟ, όμως, δεν εγκαταλείφθηκε.
3. Ως προς τις σχέσεις Ελλάδας – ΕΟΚ: Παρά τις προεκλογικές του διακηρύξει και «δεσμεύσεις», το ΠΑΣΟΚ δεν επιχείρησε να διαρρήξει τις σχέσεις Ελλάδας – ΕΟΚ. Ακόμα και τα περί «ειδικής σχέσης» ή δημιουργίας μιας μη-καπιταλιστικής Κοινότητας της Μεσογείου τέθηκαν σιωπηρά στο «ψυγείο». Εκείνο που έθεσε ως στόχο (και επιδίωξε;) ήταν η βελτίωση της θέσης της χώρας μέσα στην ΕΟΚ στα πλαίσια της οποίας επιχειρούσε κατά περίπτωση κάποιες διαφοροποιήσεις σε αποφάσεις βλαπτικές για τη χώρα. Σε αυτά τα πλαίσια υπέβαλε μνημόνιο (Φεβρ. 1982) ζητώντας α) εξαίρεση της Ελλάδας από τις περί κοινής αγοράς ρυθμίσεις, και β) οικονομική βοήθεια για την ενίσχυση των υποδομών της ελληνικής οικονομίας. Η Κοινότητα υπενθύμισε ότι η Συνθήκη της Ρώμης και το Κοινοτικό κεκτημένο δεν άλλαξαν. Εντούτοις η Κοινότητα έδειξε κατανόηση στα ελληνικά αιτήματα, δίνοντας μια «περίοδο χάριτος» για την εφαρμογή από την Ελλάδα ορισμένων θεσμικών μεταβολών.
Μετά το 1985, όμως, οι σχέσεις ΕΟΚ – Ελλάδας διαφοροποιούνται. Και αυτό διότι επήλθαν δυο ουσιώδεις μεταβολές: α) Όσον αφορά την ΕΟΚ η μεταρρύθμιση του 1985 με την «Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη», με την οποία θεσμοθετήθηκαν η ενιαία εσωτερική αγορά, μικρότερος κρατικός παρεμβατισμός και η ενίσχυση πολιτικών για μια πιο γενικευμένη ολοκλήρωση των ευρωπαϊκών κρατών. β) Από την πλευρά της η Ελλάδα προσχωρεί σε μια πολιτική διαπραγμάτευσης για την ανάδειξη των ιδιαιτεροτήτων των οικονομιών των χωρών-μελών του Νότου, και υιοθετεί μια πιο φιλευρωπαϊκή στάση. Από όλες αυτές τις διεργασίες και πιέσεις υπήρξε μια ευνοϊκή για τους Νότιους εξέλιξη: το «πακέτο Ντελόρ»: διπλασιασμός των πόρων για τα διαρθρωτικά προγράμματα κι ευχερέστεροι όροι απορρόφησης των Κοινοτικών κονδυλίων και δυνατότητα αποκλίσεων από τους αυστηρούς όρους εφαρμογής του προγράμματος της εσωτερικής αγοράς.
4. Σχέσεις με τις σοσιαλιστικές χώρες: Το ΠΑΣΟΚ ευνοούσε τη σύσφιγξη των σχέσεων μαζί τους για τους εξής λόγους: α) για να διευκολυνθεί η χαλάρωση των σχέσεων με τους Δυτικούς, β) για να προωθήσει τη διακηρυγμένη (και πολύ ορθή) πολιτική της διεθνούς ύφεσης, και γ) για τη διεύρυνση των εθνικών ερεισμάτων (πολύ αναγκαίο) στο χειρισμό των κρίσιμων ελληνοτουρκικών σχέσεων. Για την αναθέρμανση αυτών των σχέσεων α) ο Ανδρ. Παπανδρέου το Δεκ. 1982 πήγε στη Μόσχα επ’ ευκαιρία της κηδείας του Μπρέζνιεφ όπου συναντήθηκε με το διάδοχό του Γ. Αντρόπωφ και υπογράφηκαν συμφωνίες. β) Τον Ιαν. 1983 η Κυβέρνηση επικρότησε τη σοβιετική πρόταση για σύναψη συμφωνία μη-επίθεσης μεταξύ ΕΣΣΔ και ΝΑΤΟ. γ) Το Φεβρ. 1983 ο Σοβιετικός πρωθυπουργός Ν. Τιχόνωφ υπέγραψε στην Αθήνα 10ετή συμφωνία οικονομικής και τεχνικής συνεργασίας. Ευρύτατη μεν και σημαντική η συμφωνία αυτή, αλλά είναι αμφίβολο αν απέδωσε κάτι σημαντικό. δ) Το Φεβρ. 1984 ο Ανδ. Παπανδρέου επισκέφθηκε εκ νέου τη Μόσχα. Για την κηδεία του Αντρόπωφ αυτή τη φορά.
Αυτή η δραστηριότητα μετά το 1985 καταλάγιασε εξαιτίας α) της ανάδειξης στην ηγεσία της ΕΣΣΔ του Μιχ. Γκορμπατσώφ και των επαφών του με το Ρ. Ρήγκαν και του εντεύθεν μετριασμού της έντασης Ανατολής – Δύσης, β) της στροφής της ελλ. κυβέρνησης στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, και γ) της επιδείνωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων (ιδίως το 1987).
Κινητικότητα παρατηρήθηκε την ίδια περίοδο (1981-85) και στις σχέσεις της Ελλάδας με άλλες χώρες της Κεντρικής και Ανατ. Ευρώπης. Έτσι: α) με την Ουγγαρία, ιδιαίτερα, οι επαφές γίνονταν στα πλαίσια της Μικτής Επιτροπής για Οικονομική, Βιομηχανική και Τεχνική Συνεργασία, χωρίς όμως ουσιαστικά απιτελέσματα· β) με την Πολωνία: ανάληψη ελληνικής μεσολάβησης για την αναβίωση των σχέσεων της χώρας με τη Δύση και το «σπάσιμο» της σχετικής απομόνωσης στο καθεστώς Γιαρουζέλσκι. Το μόνο που απέδωσε αυτή η προσπάθεια ήταν η βελτίωση των ελληνο-πολωνικών σχέσεων: διπλωματικές ανταλλαγές και συναντήσεις υψηλού επιπέδου.
5. Με τις χώρες της περιοχής: Μία από τις πολλές μεγαλοστομίες του ΠΑΣΟΚ ήταν και η εκστρατεία του για τη δημιουργία «βαλκανικής αποπυρηνικοποιημένης ζώνης». Μολονότι στην περιοχή μόνο στην Ελλάδα και στην Τουρκία υπήρχαν πυρηνικά, ανέλαβε σχετική πρωτοβουλία προς τις βαλκανικές χώρες. Έτσι, τον Ιούλιο 1983 ο Ανδρ. Παπανδρέου απέστειλε επιστολή στους ομολόγους του καλώντας τους να συμφωνήσουν στην απομάκρυνση των αντίστοιχων όπλων. Στη συνέχεια ζήτησε να σταλούν στην Αθήνα εμπειρογνώμονες για μια διάσκεψη. Τελικά κατορθώθηκε να γίνει τον Ιαν. 1984 με πενιχρά αποτελέσματα, ώσπου τελικά «ξεθύμανε» ο ενθουσιασμός και η διάθεση, χάρη κυρίως στην αρνητική στάση της Τουρκίας. Στην Ελλάδα αυτή η πρωτοβουλία είχε και φαιδρές εκφράσεις (π.χ. κάποιοι Δήμοι κήρυξαν την πόλη τους αποπυρηνικοποιημένη ζώνη!....).
Αντίθετα, πρόοδος σημειώθηκε στις διμερείς σχέσεις, με εντυπωσιακότερη την προσέγγιση με την Αλβανία: μονομερής ανακοίνωση άρσης της εμπόλεμης κατάστασης (από το 1945) τον Απρ. 1986 που οριστικοποιήθηκε τον Αύγ. 1987· πλήθυναν οι ελληνοαλβανικές ανταλλαγές· επίσκεψη υπ. Εξωτερικών στα Τίρανα (Νοέμ. 1987). Η αλβανική πλευρά πάντως ανταποκρίθηκε με χλιαρότητα, που απέτρεψε την ολοκλήρωση του εγχειρήματος.
Όσον αφορά τις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις, αυτές εμπλουτίστηκαν περαιτέρω με ένα πλέγμα συμφωνιών πάνω σε ποικίλα θέματα, αλλά και σε θέματα «υψηλής πολιτικής», όπως είναι η βουλγαρική συμπαράσταση στο Κυπριακό. Ακόμη, κατά την επίσημη επίσκεψη στη Σόφια του Ανδρ. Παπαν. (1986) υπογράφηκε μια Διακοίνωση «Φιλίας, Καλής Γειτονίας και Συνεργασίας» συνοδευόμενη και με μια υποτυπώδη «αμυντική συμμαχία».
Με τη Ρουμανία υπήρχε και μια ιδεολογική «συγγένεια» Παπανδρέου – Τσαουσέσκου. Επιδιώχθηκαν βάσει αυτής επαφές σε θέματα «χαμηλής» πολιτικής με πενιχρά αποτελέσματα, ενώ σε θέματα «υψηλής» πολιτικής υπήρξε μεγαλύτερη σύμπτωση θέσεων.
Όσον αφορά τη Γιουγκοσλαβία, αυτή διερχόταν τη μετά Τίτο εποχή. Εδώ η ιδεολογική «συγγένεια» ήταν ευκρινέστερη. Γιαυτό ο Ανδρ. Παπανδ. άρχισε από το Βελιγράδι την «ταξιδιωτική διπλωματία» του (Μάης 1982). Συνάντησε ευνοϊκό κλίμα για μια ευρείας κλίμακας θεμάτων. Και αυτή, όμως, η κατάσταση διαταράχθηκε μετά το 1986, όταν Βελιγράδι και Σκόπια επιχείρησαν τη διεθνοποίηση του «Μακεδονικού» θέματος.
6. Με τις αραβικές χώρες: Η βελτίωση και ανάπτυξη αυτών των σχέσεων ήταν μια άλλη επιλογή του ΠΑΣΟΚ στα πλαίσια μιας σταδιακής απεξάρτησης από τους παραδοσιακούς συμμάχους της. Όψεις αυτής της πολιτικής: α) η ανοιχτή υποστήριξη των Παλαιστίνιων και ειδικά της PLO. Υποστήριξε ένθερμα στα πλαίσια της ΕΟΚ και πέτυχε την αναγνώριση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των Παλαιστινίων. Αυτό, βέβαια, επέφερε την αποδυνάμωση των ελληνο-ισραηλινών σχέσεων. Έτσι: το 1982 καταδίκασε με σκληρότητα την κατάληψη από το Ισραήλ τμήματος του Λιβάνου· το Δεκ. 1983 η Κυβέρνηση συνέβαλε αποφασιστικά στη μεταφορά των Παλαιστινίων από την Τρίπολη της Λιβύης στη Ν. Υεμένη και στην Τυνησία. β) Χρησιμοποιώντας δε την ιδιότητά της του μέλους της ΕΟΚ, η Ελλάδα κατόρθωσε να «χτίσει» διμερείς σχέσεις με ορισμένες αραβικές χώρες, όπως τη Σ. Αραβία, το Κουβέιτ, την Αίγυπτο και το Λίβανο. Αποτέλεσμα αυτών των σχέσεων ήταν η προσέλκυση αραβικών κεφαλαίων και η αύξηση της παρουσίας ελληνικών συμφερόντων ιδίως σε χώρες του Κόλπου. Ένα άλλο αντάλλαγμα ήταν η ένθερμη αραβική υποστήριξη στο Κυπριακό, με αποκορύφωση την απόρριψη από την Ισλαμική Διάσκεψη αιτήματος των Τουρκοκυπρίων να καταστούν μέλος της.
γ) Το ΠΑΣΟΚ δεν περιόρισε τις σχέσεις του μόνο με τα μετριοπαθή αραβικά καθεστώτα. Αγκάλιασε και τα περισσότερο ριζοσπαστικά, τη Συρία και τη Λιβύη. Αναπτύχθηκε επικοινωνία Παπανδρέου – Καντάφι. Το φθινόπωρο 1984 συναντήθηκαν στην Ελούντα της Κρήτης. Μετά από αυτό επαναλήφθηκε η ροή λιβυκού πετρελαίου προς την Ελλάδα. Η τελευταία δραστηριοποιήθηκε για τη βελτίωση των σχέσεων ΕΟΚ – Λιβύης. Αυτή η κίνηση βρήκε ανταπόκριση από τις Γαλλία, Ισπανία και Ιταλία. Στην Κρήτη συναντήθηκαν οι Πρόεδροι της Γαλλίας Μιττεράν και Καντάφι. Σημειωθήτω ότι στα κατάστιχα της Δύσης η Λιβύη ήταν καταχωρισμένη ως «διεθνής τρομοκράτης».
Ανάλογη η προσέγγιση και με τη Συρία, αν και υπήρχαν περιορισμένες δυνατότητες ανάπτυξης οικονομικών σχέσεων. Το Μάη 1986 επισκέφθηκε την Αθήνα ο Χαφέζ αλ-Άσαντ.
Η ανάπτυξη των ελληνο-αραβικών σχέσεων απέβη γενικά πολλαπλά επωφελής για την Ελλάδα.
7. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις: Η Τουρκία υπήρξε ανέκαθεν ο δυστροπότερος κι επικινδυνωδέστερος γείτονας της Ελλάδας. Οι σχέσεις των δυο χωρών μοιάζουν με πολυκύμαντη θάλασσα. Μιλήσαμε ήδη για τις πάγιες και κεφαλαιώδεις διαφορές. Για τη διευθέτησή τους η Ν.Δ. είχε υιοθετήσει το διμερή διάλογο σε επίπεδο (αρχικά) Γεν. Γραμματέων Υπ. Εξωτερικών. Το ΠΑΣΟΚ: α) περιόρισε τις συζητήσεις μόνο σε ό,τι αφορούσε το συνυποσχετικό για την παραπομπή των διαφορών στο Δ. Δικαστήριο της Χάγης· β) έθετε ως απαραίτητο όρο βελτίωσης των σχέσεων των δυο χωρών την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο. Από το 1983 προστέθηκε νέος παράγοντας επιδείνωσης των σχέσεων: η ανακήρυξη της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείου Κύπρου». Επίσης, τη στιγμή που ο Ανδρ. Παπανδ. σχεδίαζε τη φιλοαραβική πολιτική του, η Τουρκία υπό το στρατηγό Κ. Εβρέν αναθεωρούσε τις σχέσεις της με τον αραβικό κόσμο, υποστηρίζοντας την ένωση όλων των Μουσουλμάνων κατά του Ισραήλ. Συνέπεσε έτσι χρονικά, με διαφορετικές επιδιώξεις, μια αντιδυτική απόκλιση στην πολιτική των δυο χωρών.
Από το 1983 την εξουσία στην Τουρκία κατέλαβε ο Τοργκούτ Οζάλ, ο πιο σημαντικός Τούρκος πολιτικός της 10ετίας του ’80. Ισλαμιστής. Θιασώτης της οικονομίας της αγοράς. Φιλοδυτικός. Κατάφερε να παντρέψει την ισλαμική παράδοση με το νεωτερισμό. Το 1987 επανεξελέγη.
Την περίοδο 1983-87 η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις εκδηλώθηκε σε διάφορους τομείς: α) στον περίφημο αεροδριάδρομο J-60 στο Αιγαίο· β) για τις δηλώσεις του Οζάλ σχετικά με την «απώλεια» της Δωδεκανήσου· γ) για τις παραβιάσεις από τουρκικά αεροπλάνα του εναέριου ελληνικού χώρου στο Αιγαίο, και δ) εξαιτίας άλλων επεισοδίων στο Αιγαίο.
Το 1984 η Ελλάδα ζήτησε τη συμπερίληψη και της Λήμνου στις ασκήσεις του ΝΑΤΟ. Η Τουρκία πρόβαλε veto. (Μιλήσαμε ήδη γι’ αυτό).
Το Μάρτη 1987 οι δυο χώρες έφθασαν στα πρόθυρα της αναμέτρησης. Αιτία/αφορμή η έξοδος στο Αιγαίο του τουρκικού ερευνητικού σκάφους «Πιρί Ρέις». Παρενέβη ο αμερικανικός παράγοντας και έτσι αποκλιμακώθηκε η κρίση.
Κατά τους επόμενους μήνες ο Ανδρ. Παπανδ. επιδίωξε και πέτυχε συνάντηση με τον Τούρκο συνάδελφό του Οζάλ. Αυτή πραγματοποιήθηκε το Φεβρ. 1988 στο Νταβός της Ελβετίας. Η ελληνική πλευρά επιθυμούσε την εξέταση μόνο του Κυπριακού και του συνυποσχετικού για την υφαλοκρηπίδα. Τελικά συμφωνήθηκε η ανάθεση της διερεύνησης όλων των διαφορών σε ειδικές επιτροπές.
Ο αρχικός ενθουσιασμός σε Ελλάδα και Τουρκία άρχισε πολύ γρήγορα να προσκρούει σε ανυπέρβλητα εμπόδια. Η οπισθοχώρηση άρχισε με την επίσημη τουρκική «ανησυχία» για την «τουρκική» μειονότητα της Θράκης και συμπληρώθηκε με δήλωση μη αποχώρησης από την Κύπρο.
Παρά ταύτα, συντάχθηκε Μνημόνιο από τους δυο υπ. Εξωτερικών, Κάρ. Παπούλια και Μεσούτ Γιλμάζ, που περιορίστηκε σε μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης στο Αιγαίο. Συμφωνήθηκε η διαδικασία διενέργειας των στρατιωτικών ασκήσεων στην ανοιχτή θάλασσα και στο διεθνή εναέριο χώρο, ώστε ν’ αποφεύγονται οι εντάσεις.
Οι εργασίες της μικτής επιτροπής άρχισαν στην Άγκυρα στις 5/9/88. Η τουρκική τακτική, όμως, να θέτει τα πάντα και συνεχώς περισσότερα θέματα προς συζήτηση και η άρνησή της να τεθεί σε ισχύ το συνυποσχετικό απέτρεψε κάθε αποτέλεσμα. Συμφώνησαν μόνο α) στην αποφυγή κάθε ενέργειας που θα τραυμάτιζε το αμοιβαίο κλίμα εμπιστοσύνης, και β) σε μέτρα πρόληψης «ατυχημάτων» στα διεθνή ύδατα και στο διεθνή εναέριο χώρο.
Στα τέλη του 1988 και οι δυο χώρες περιήλθαν στο βούρκο πολιτικών σκανδάλων. Οι πρωτοβουλίες πάγωσαν. Με την είσοδο του 1989, όμως, αναθερμάνθηκαν, όταν κατά τις προπαρασκευαστικές συζητήσεις στη Βιέννη για τον περιορισμό των συμβατικών δυνάμεων στην Ευρώπη η Τουρκία ζήτησε την εξαίρεση περιοχών των συνόρων της με τη Συρία. Η Ελλάδα και η Κύπρος αντέδρασαν. Οι συζητήσεις ανεστάλησαν. Το τουρκικό αίτημα απορρίφθηκε. Το Δεκ. 1989 απορρίφθηκε τουρκικό αίτημα εισόδου στην ΕΟΚ. Αυτό επηρέασε την τουρκική αδιαλλαξία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου