Α΄. ΕΚΤΟΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ
1. Οι σχέσεις με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ
Το Δεκ. 1974 ο Κων. Καραμανλής διέπραξε το σοβαρότερο σφάλμα της πολιτικής του σταδιοδρομίας: ανακοίνωσε στη Βουλή α) την έναρξη των διαδικασιών «αποχωρήσεως από την στρατιωτικήν συμμαχίαν», δηλ. το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, και β) την αναθεώρηση του «καθεστώτος των εν Ελλάδι αμερικανικών βάσεων». Εξαιτίας του πρώτου η χώρα διακινδύνευσε πολλά χωρίς καμιά σχεδόν ωφέλεια, διότι η Τουρκία αξιοποίησε τη νέα κατάσταση για να προωθήσει στο Αιγαίο τις πάγιες επιδιώξεις της. Ήταν ασφαλώς μια απόφαση «εν θερμώ», κάτω από την καταθλιπτική πίεση όσων συνέβησαν στην Κύπρο.
Βέβαια ήταν προφανές και στους συμμάχους (βλ. κυρίως ΗΠΑ) ότι επρόκειτο για μια αντίδραση διαμαρτυρίας και άσκησης πίεσης, προκειμένου ν’ αρθούν οι λόγοι που την προκάλεσαν, κυρίως η επίλυση του Κυπριακού. Αυτό τονιζόταν μετ’ επιτάσεως στις σχετικές συζητήσεις. Αμέσως, όμως, η Κυβέρνηση διαπίστωσε τις αρνητικές –μόνο, δυστυχώς- επιπτώσεις που είχε η κίνησή της αυτή στα εθνικά μας θέματα. Γιαυτό έσπευσε από τις αρχές του 1977 να επανορθώσει το λάθος της, ζητώντας την επανασύνδεσή της με το ΝΑΤΟ με ένα καθεστώς «ειδικής σχέσης»: α) σε καιρό ειρήνης οι Ένοπλες Δυνάμεις να βρίσκονται υπό απόλυτη εθνική διοίκηση, β) σε περίπτωση γενικότερης διεθνούς σύρραξης πλήρης αμυντική συνεργασία, γ) ίδρυση στη Λάρισα περιφερειακού συμμαχικού Αρχηγείου, και δ) όσον αφορά το Αιγαίο, επάνοδο στον προ του 1974 επιχειρησιακό του έλεγχο.
Αυτά ζητούσε η Ελλάδα. Και στις 24/5/78 επιτεύχθηκε κατ’ αρχάς συμφωνία, «προκαταρκτική» ονομάστηκε. Όταν, όμως, το θέμα ήρθε ως εισήγηση στα ανώτερα συμμαχικά όργανα για τη λήψη οριστικής απόφασης, η Τουρκία αξίωσε, για να συναινέσει, τον έλεγχο του Αιγαίου. Προτάθηκαν διάφορες εναλλακτικές λύσεις, οι οποίες, όμως, απορρίφθηκαν από την Ελλάδα.
Η αμετακίνητη θέση της Ελλάδας να μην επανέλθει στη Συμμαχία με δυσμενέστερο καθεστώς από εκείνο που κατήγγειλε το 1974 και η προβολή –από το 1978- της αξίωσής της για επαναδιαπραγμάτευση του καθεστώτος των αμερικανικών βάσεων στο έδαφός της, άνοιξαν το δρόμο για συμφωνία. Έτσι, στις 18/10/80 η Ελλάδα αποδέχτηκε τη νέα πρόταση του συμμαχικού διοικητή Ευρώπης. Η κατάσταση διευκολύνθηκε και από την ανάληψη της εξουσίας στην Τουρκία από τους στρατιωτικούς, οι οποίοι υποχώρησαν στις συμμαχικές πιέσεις. Έτσι δεν επήλθε για τη χώρα ανεπανόρθωτη ζημιά.
Το όλο πλέγμα των σχέσεων της Ελλάδας με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ επηρεάζεται διαχρονικά (κυρίως, όμως, στην περίοδο του «ψυχρού πολέμου») τόσο από τη ζωτικότητα του ελληνικού χώρου για τις συμμαχικές επιδιώξεις, όσο και από τη σταθερή ελληνική στόχευση διασφάλισης της εθνικής της κυριαρχίας. Αυτή η σχέση, όμως, υπονομευόταν μονίμως από την Τουρκία ή έστω υπήρχαν συνεχείς τριβές μέσα στη Συμμαχία, στην προσπάθεια καθεμιάς να αναδείξει τη σημασία του δικού της ρόλου ή να διασφαλίσει τα δικά της συμφέροντα.
Τις ελληνο-αμερικανικές σχέσεις δεν τις προσδιόριζαν μόνο λόγοι παραδοσιακής φιλίας αλλά και αμοιβαίων, στα πλαίσια της Συμμαχίας ιδιαίτερα, συμφερόντων. Η από Βορρά και, ιδίως, Ανατολή μόνιμη απειλή υποχρέωνε τη χώρα όχι μόνο στην ανάπτυξη διμερών σχέσεων με ισχυρούς συμμάχους, αλλά και στη διατήρηση αξιόμαχων Ενόπλων Δυνάμεων με όσο το δυνατόν μικρότερο κόστος. Αυτά θα τα εύρισκε σχεδόν μόνο στο πλευρό των ΗΠΑ. Ιδιαίτερα, μάλιστα, μετά την εισβολή στην Κύπρο, οπόταν εντεινόταν και κατά της Ελλάδας η τουρκική απειλή. Η μόνη δύναμη –μετά την ελληνική ετοιμότητα και αποφασιστικότητα- που θα μπορούσε να την τιθασεύσει ήταν η υπερατλανική κοινή σύμμαχος.
Οι κακές ελληνοτουρκικές σχέσεις δημιουργούσαν προβλήματα και στις ελληνο-αμερικανικές. Αυτά τόνιζε στις 25/9/78 ο Κων. Καραμανλής σε επιστολή του στον Πρόεδρο των ΗΠΑ Τζ. Κάρτερ. Ζητούσε δε ισόρροπες σχέσεις των ΗΠΑ προς τις δυο χώρες. Κι αυτό δεν τηρήθηκε κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και στη συνέχεια. Αυτή η ανάγκη και αυτή η επιδίωξη έφεραν τον Απρ. 1978 τον Έλληνα πρωθυπουργό στην Ουάσιγκτον και στη συνάντησή του με τον Πρόεδρο Κάρτερ. Κεντρικά ελληνικά αιτήματα: α) άσκηση αμερικανικής πίεσης στην Άγκυρα για μετριοπάθεια, και β) η μη άρση του αμερικανικού «εμπάργκο» αποστολής στρατιωτικής βοήθειας στην Τουρκία που επιβλήθηκε μετά την εισβολή στην Κύπρο. Αυτό, όμως, περιόριζε την αμερικανική επιρροή προς την Τουρκία, η οποία έτσι εκβίαζε για την άρση του. Πράγμα που έφερε το επιδιωκόμενο, μερικώς μεν το 1978, ολικώς δε το 1979, παρά τις ελληνικές αντιρρήσεις. Το αμερικανικό επιχείρημα υπέρ της άρσης του «εμπάργκο» ήταν ότι θα διευκολυνόταν έτσι «η λύση του κυπριακού ζητήματος». Κι όμως δεν τη διευκόλυνε…..
Άλλο κρίσιμης σημασίας ζήτημα στις ελληνο-αμερικανικές σχέσεις που έπρεπε να ρυθμιστεί ήταν η αναθεώρηση του καθεστώτος των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα. Αυτό το ζήτημα ήταν πολλαπλά συναρτημένο και με την ελληνική εθνική άμυνα. Οι σχετικές διμερείς συνομιλίες είχαν συσχετιστεί με αντίστοιχη αμερικανοτουρκική συμφωνία που συνάφθηκε το Μάρτη του 1976. Η πορεία τους ήταν θετική. Καταρτίστηκε το Κείμενο Αρχών (γνωστό ως συμφωνία Μπίτσιου – Κίσσινγκερ) που περιλάμβανε και νέους όρους, εναρμονισμένους με τους αντίστοιχους της αμερικανοτουρκικής συμφωνίας. Η συμφωνία υπογράφηκε στις 28/7/77. Το περιεχόμενό της δεν ανακοινώθηκε ούτε επικυρώθηκε, αφού ούτε η αντίστοιχη τουρκική μπορούσε να κυρωθεί λόγω του «εμπάργκο». Εξάλλου το θέμα συνδέθηκε και με την επάνοδο της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα το χρησιμοποιούσε ως διαπραγματευτικό όπλο, απειλώντας για απομάκρυνση των βάσεων. Τον Ιαν. 1980 μονογράφηκε νέα, αναθεωρημένη, αμερικανοτουρκική συμφωνία. Αυτό όξυνε το πρόβλημα. Η επάνοδος της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ (Οκτ. 1980) ήρε μεν ένα σημαντικό εμπόδιο, αλλά και σε αυτή την περίπτωση δε διευθετήθηκαν όλες οι δυσκολίες, που εστιάζονταν αυτή τη φορά στα όρια ελέγχου των βάσεων. Η εκκρεμότητα παρέμειν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου