3. Με τους βόρειους γείτονές της
1. Όπως είδαμε, κατά την είσοδο της τελευταίας 10ετίας του 20ού αι. γίνανε στο Ανατολικό μπλοκ (όπου ανήκαν, άμεσα ή έμμεσα, όλοι οι προς Βορρά γείτονές μας) κοσμογονικές αλλαγές και ανακατατάξεις. Αυτές δεν επηρέασαν μεν την Ελλάδα, την υποχρέωσαν όμως να επανατοποθετήσει σε εντελώς διαφορετικές βάσεις τις σχέσεις της μαζί τους. Η Ελλάδα ήταν πλέον ο μόνος σταθεροποιητικός παράγοντας στην περιοχή και κλήθηκε να διαδραματίσει αυτό το ρόλο. Υπέρτερο, οπωσδήποτε, των δυνατοτήτων της. Αυτές οι χώρες άρχισαν σταδιακά (και πολύ βιαστικά) να εντάσσονται στους Δυτικούς μηχανισμούς και τις πολιτικές τους και οι λαοί τους να προσπαθούν να προσαρμοστούν σε καθεστώτα ελευθερίας και δημοκρατίας. Όλες αυτές οι βαθιές αλλαγές κάθε άλλο παρά εύκολες για τους ίδιους και ακίνδυνες ήταν για την Ελλάδα. Καθώς το ένα μετά το άλλο τα κομουνιστικά καθεστώτα κατέρρεαν επικρατούσε συνήθως το χάος στο εσωτερικό των χωρών, ζάλη στους λαούς και αμηχανία στους γείτονες.
2. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η Ελλάδα βγήκε να συναντήσει τις νέες ηγεσίες που αναδύονταν. Από τους πρώτους συνομιλητές της (και με τους λιγότερους κραδασμούς) ήταν η Βουλγαρία, μετά την πτώση του Ζίβκωφ (Νοέμ. 1989). Προέκυψε περαιτέρω αναβάθμιση των σχέσεων των δυο χωρών. Ακολούθησε μια 2ετία εγκάρδιων σχέσεων, που κορυφώθηκαν τον Ιαν. 1991 με την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού Κων. Μητσοτάκη και την ενθουσιώδη υποδοχή του από τη βουλγαρική Εθνοσυνέλευση. Περίμεναν πολλά οι Βούλγαροι, κυρίως για αμυντική συνεργασία και ένθερμη υποστήριξη για την ταχεία ένταξή τους στις δομές της Δύσης. Πρόκειται για μη ρεαλιστικές προσδοκίες. Οι ηγέτες της απογοητεύτηκαν. Γιαυτό μετά τις εκλογές τους τον Οκτ. 1991 (που τις κέρδισαν οι αντικομουνιστές) αναζήτησαν στηρίγματα στις ΗΠΑ, στη Δύση και στην Τουρκία. Οι ελληνοβουλγαρικές σχέσεις δεν έχασαν μεν εντελώς τη ζέση τους, τραυματίστηκαν, όμως, από την εσπευσμένη βουλγαρική αναγνώριση της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» και τη στροφή της προς την Άγκυρα.
3. Περιπλοκότερη από όλες ήταν η περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας, λόγω κυρίως της εθνολογικής της σύνθεσης. Η Ελλάδα διατηρούσε παραδοσιακούς δεσμούς με τη βασική της συνιστώσα, τη Σερβία. Σε συνεργασία με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ επιδίωξε τη διατήρηση της ενότητας της πολυεθνικής Γιουγκοσλαβίας για να μη διασαλευτή η σταθερότητα στην περιοχή. Οι φυγόκεντρες τάσεις, όμως, και οι καταπνιγμένοι εθνικισμοί ήταν ασυγκράτητοι. Το διαμελισμό (τουλάχιστο μερικό) ευνοούσαν και χώρες της Ε.Ε. με προεξάρχουσα τη Γερμανία. Η Ελλάδα ενδιαφερόταν σφόδρα τουλάχιστο για τη διατήρηση στο σερβικό κορμό της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και της αυτόνομης επαρχίας του Κοσσυφοπεδίου. Εντούτοις πρώτη αυτή έσπευσε να ανακηρύξει την ανεξαρτησία της (Σεπτ. 1991) ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Το Φεβρ. 1992 η Σερβία απέσυρε το στρατό της, διότι στο μεταξύ άρχισε ο μεγάλος-πολύνεκρος πόλεμος στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη.
4. Το σοβαρότερο πρόβλημα που προέκυψε για την Ελλάδα (χωρίς να υποτιμάται η ανεξέλεγκτη εισβολή μεταναστών) από την κατάρρευση των κομουνιστικών καθεστώτων των βόρειων γειτόνων της ήταν το λεγόμενο έκτοτε «Μακεδονικό». Η επιμονή δηλ. του νέου αυτού Κράτους να ονομάζεται «Δημοκρατία της Μακεδονίας» σφετεριζόμενο το όνομα ενός προαιώνιου και ζωτικού τμήματος της ελληνικής επικράτειας, σε συνδυασμό κυρίως με το τι μεσολάβησε μετά το Β΄ Παγκ. Πόλεμο και τις διατηρούμενες κι εντεινόμενες επεκτατικές-αλυτρωτικές του βλέψεις εις βάρος τής γειτνιάζουσας πραγματικής, ελληνικής, Μακεδονίας. Ένα κράτος κολλημένο στη Μακεδονία με το ίδιο όνομα θ’ αποτελούσε στο διηνεκές πηγή αστάθειας και ανωμαλίας ανάμεσα στις δυο χώρες με απρόβλεπτες, μακροχρόνια, συνέπειες για τον Ελληνισμό και την Ελλάδα. Έπρεπε, συνεπώς, ν’ αποτραπεί πάση θυσία η παγίωση με διεθνή αναγνώριση αυτής της ονομασίας. Παρόλη αυτή τη διαμάχη, οι Έλληνες πρωθυπουργοί Κων. Μητσοτάκης και Ανδ. Παπανδρέου συνέχισαν τις φιλικές σχέσεις με το σερβικό καθεστώς του Σλόμπ. Μιλόσεβιτς. Αυτό δυσαρέστησε τους φίλους της και αντιμιλοσεβιτσικούς Δυτικούς. Με συνέπεια τη δυσχέρανση των ελληνικών χειρισμών στο «Μακεδονικό».
Ταυτόχρονα, όμως, αυτός ο δίαυλος επικοινωνίας Αθηνών – Βελιγραδίου ήταν ευπρόσδεκτος από τους διεθνείς διαμεσολαβητές που επιχειρούσαν τη λύση της κρίσης γύρω από την Κροατία και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Κατά την περίοδο 1991-92, ιδιαίτερα, πολλάκις ζητήθηκε η ελληνική μεσολάβηση προς το Σλ. Μιλόσεβιτς. Σε ελληνική πρωτοβουλία οφειλόταν η διεθνής συνάντηση στη Βουλιαγμένη (Μάης 1993), όπου οι διεθνείς μεσολαβητές, με τη σύμπραξη και του Κων. Μητσοτάκη, σχεδόν κατέληξαν σε συμβιβαστική λύση της ενδογιουγκοσλαβικής κρίσης, την οποία, όμως, τελικά ματαίωσαν οι Σερβοβόσνιοι υπό τον ηγέτη τους Ρ. Κάρατζιτς.
Για μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας οι στενοί δεσμοί Ελλάδας – Σερβίας ήταν αδιαπραγμάτευτοι, ακόμη και κάτω από τις διαστάσεις που έπαιρνε το «Μακεδονικό». Σε αυτή τη σχέση αδιάρρηκτο κρίκο αποτελούσε η Ορθοδοξία. Για τους Έλληνες, οι μεν μουσουλμάνοι Βόσνιοι δεν ήταν παρά οι συνεχιστές της Τουρκοκρατίας στη γειτονιά τους, οι δε καθολικοί Κροάτες αντιπροσώπευαν τον αντιπαθητικό/εχθρικό Παπισμό. Εντούτοις αυτές οι ελληνικές διαθέσεις δεν εμπόδισαν τη Σερβία ν’ αναγνωρίσει τη FYROM με το συνταγματικό της όνομα.
5. Τους μεγαλύτερους κραδασμούς, μέχρι διάλυσης, δοκίμασε η Αλβανία μετά την πτώση (1990-91) του μονολιθικότερου καθεστώτος που την κυβέρνησε στυγνά επί 45 χρόνια. Ιδιαιτέρου ελληνικού ενδιαφέροντος ήταν Έλληνες της Β. Ηπείρου. Η ανησυχία μεγάλη για την τύχη τους. Προτάθηκαν διάφοροι τρόποι για την προστασία τους, ακόμη κι εκείνη της αυτονόμησης της Β. Ηπείρου μέσα στο αλβανικό κράτος. Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις έβαιναν επιδεινούμενες με αποκορύφωση στα μέσα του 1993 λόγω της αδιάλλακτης και επιθετικής στάσης της κυβέρνησης Σ. Μπερίσα έναντι των Ελλήνων. Αυτό ανάγκασε τον Έλληνα πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη να δηλώσει ότι η Ελλάδα θα ζητούσε για τους Έλληνες της Β. Ηπείρου καθεστώς ανάλογο με αυτό που θα χορηγούνταν στους Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου. Αυτή η αξίωση, όμως, δεν υποστηρίχθηκε στη συνέχεια.
Παρά τις δυσχέρειες που αντιμετώπιζε η μειονότητα στην Αλβανία, η αλλαγή καθεστώτος της έδωσε ανάσες ελευθερίας. Είχε έτσι τη δυνατότητα ν’ αρχίσει να οργανώνεται και να κατεβεί στις εκλογές του 1991 με δικό της κόμμα, εκλέγοντας 5 βουλευτές. Στις 22/3/92 διεξήχθησαν νέες εκλογές. Τις κέρδισε ο εθνικιστής Μπερίσα. Άρχισε μια περίοδος διωγμών κατά της μειονότητας: περιορισμός δικαιωμάτων (κυρίως εκπαιδευτικών), εκκαθαρίσεις στις Ένοπλες Δυνάμεις και στον κρατικό μηχανισμό από Έλληνες, ενέργειες τρομοκρατίας, θάνατος 5 ηγετικών μελών εξ αφορμής αιματηρού μεθοριακού επεισοδίου κτλ.
Υπήρξαν εντούτοις και δυο άλλου τύπου σημαντικές συνέπειες από την αλλαγή, μια θετική και μια αρνητική: α) Ο διορισμός/τοποθέτηση από το Οικ. Πατριαρχείο (Ιούν. 1992) του επισκόπου Αναστασίου (Γιαννουλάτου) ως Εξάρχου του για την ανασυγκρότηση (ανασύσταση στην ουσία) της αλβανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Επί δυο χρόνια η αλβανική κυβέρνηση αρνούνταν ν’ αποδεχθεί το διορισμό, επειδή κυρίως ήταν Έλληνας. Το έργο που επιτέλεσε (και πέραν του καθαρά εκκλησιαστικού) κατά την πρώτη 20ετία ως Αρχιεπίσκοπος της Αυτοκέφαλης Ορθοδόξου Εκκλησίας προκάλεσε τον παγκόσμιο σχεδόν θαυμασμό και υποχρέωσε την αλβανική κυβέρνηση και κοινωνία να υποκλιθεί στην προσωπικότητά του.
β) Ο κατακλυσμός της Ελλάδας από Αλβανούς πρόσφυγες, αναζητώντας δυνατότητες επιβίωσης. Πολλοί από αυτούς ήταν Βορειο-Ηπειρώτες, ακόμη περισσότεροι, όμως, εμφανίζονταν σαν τέτοιοι για να γίνουν αποδεκτοί. Η ροή υπήρξε ανεξέλεγκτη, με αποτέλεσμα να εισρεύσουν στη χώρα και χιλιάδες κακοποιοί που ελευθερώθηκαν ή απέδρασαν από τις αλβανικές φυλακές και αναστάτωσαν (και τρομοκρατούν έκτοτε) την ελληνική κοινωνία. Οι ελληνικές αρχές αδυνατούσαν να ανασχέσουν την προσφυγική πλημμυρίδα. Αυτή ήταν η απαρχή τού εν συνεχεία τεράστιου μεταναστευτικού προβλήματος που πήρε πλέον επικίνδυνες διαστάσεις (από Ασία και Αφρική) και ταλανίζει τη χώρα 20 χρόνια τώρα και δε φαίνεται να βρίσκεται ανθρώπινη και αποτελεσματική λύση. Η Ελλάδα (και όχι μόνο) αιφνιδιάστηκε πλήρως.
Μετά το 1995 οι ελληνοαλβανικές σχέσεις άρχισαν εξομαλυνόμενες, χωρίς εντούτοις να εκλείπουν εντελώς οι αφορμές προστριβών και δυσαρεσκειών.
6. Εντελώς διαφορετική είναι η περίπτωση των σχέσεων Ελλάδας – FYROM (Σκοπίων). Είδαμε ήδη πώς και πότε η πρώην αυτή συνιστώσα της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας μετατράπηκε σε αυτοτελές κράτος ως Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Αυτό το κράτος κατέχει μόλις το 38,5% του ευρύτερου μακεδονικού χώρου (η Ελλάδα το 51,5%, η λεγόμενη «Μακεδονία του Πιρίν» το 9% και 1% η Αλβανία) και διεκδικεί να μονοπωλήσει την ονομασία «Μακεδονία», έχοντας φυσικά βλέψεις για ολόκληρο το χώρο!.... Εντεύθεν και η σφοδρή ελληνική αντίδραση.
Η αρχική ελληνική θέση με κυβέρνηση ΝΔ και υπ. Εξωτερικών τον Αντ. Σαμαρά ήταν απόλυτη: πλήρης εξοβελισμός από το όνομα αυτού του κράτους του όρου «Μακεδονία» και των παραγώγων του. Αυτό αποφασίστηκε και σε σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών (Ιούν. 1992) υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η Ελλάδα ζήτησε την αλληλεγγύη της ΕΟΚ/ΕΕ. Αυτή παρασχέθηκε, παρά τις επιφυλάξεις ορισμένων, στις 17/12/91 με ρητή υιοθέτηση από το Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών των ελληνικών αιτημάτων. Με άλλη απόφασή του (2/5/92) δεσμεύτηκε ότι για την αναγνώριση αυτής της χώρας από την Ε.Ε. απαιτούνταν η ελληνική συναίνεση στο θέμα της ονομασίας. Ακόμη, στις 27/6/92 η Σύνοδος κορυφής αποφάσισε την αναγνώριση των Σκοπίων χωρίς το όνομα Μακεδονία. Τα Σκόπια, όμως, δεν την αποδέχτηκαν. Κι εντός της ελληνικής Κυβέρνησης υπήρξαν διαφοροποιήσεις. Ο Κ. Μητσοτάκης δεν απέκλειε την περίληψη στο όνομα αυτού του Κράτους κάποιου παράγωγου-εδαφικού/γεωγραφικού προσδιορισμού, ένα είδος σύνθετης ονομασίας του δηλ. Ο Αντ. Σαμαράς ήταν ανυποχώρητος και παραιτήθηκε. Υπουργός Εξωτερικών αρχικά ανέλαβε ο ίδιος ο πρωθυπουργός και στη συνέχεια ο Μιχ. Παπακωνσταντίνου.
Τον Απρ. 1993 η χώρα, με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, έγινε μέλος του ΟΗΕ με προσωρινό όνομα «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» (ΠΓΔΜ – FYROM). Mε την απόφαση καλούνταν τα δύο μέρη να έρθουν σε διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα του ΟΗΕ για την εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης για το όνομα. Επακολούθησαν εντάσεις ανάμεσα στις δυο χώρες. Το Σεπτ. 1995 οι δυο χώρες αναγκάστηκαν να υπογράψουν στη Ν. Υόρκη υπό τον ΟΗΕ τη «Μεταβατική Συμφωνία» με κάποιους όρους μειωτικούς της μεταξύ τους έντασης. Έως σήμερα (2012) η εκκρεμότητα παραμένει!... Οι σκοπιανές προκλήσεις συνεχίζονται σε ποικίλα πεδία και με διάφορες διαβαθμίσεις.
Στα μέσα της 10ετίας του 2000 η FYROM υπέβαλε αίτηση εισόδου στο ΝΑΤΟ, ενθαρρυνόμενη ίσως από κάποιους ισχυρούς παράγοντες της Συμμαχίας. Το αίτημά της εξετάστηκε στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ του Βουκουρεστίου. Η Ελλάδα απείλησε ευθέως με την άσκηση veto (στην ουσία ασκήθηκε). Τελικά η απόφαση που πάρθηκε ήταν απόλυτα σύμφωνη με τις ελληνικές επιδιώξεις: αποκλείστηκαν: α) η ένταξη της FYROM στο ΝΑΤΟ αν δε βρεθεί κοινά αποδεκτή (από τις δυο χώρες) λύση στο όνομα, και β) δεν πρόκειται το θέμα να ξανασυζητηθεί αν δεν εκπληρωθεί ο προηγούμενος όρος. Αυτά έκτοτε τηρούνται.
Με την πάροδο των χρόνων η αρχικά απόλυτη ελληνική θέση έγινε ελαστικότερη και παγιώθηκε ως εξής: Η Ελλάδα δέχεται την ύπαρξη μιας σύνθετης ονομασίας για τη FYROM, με τη συμπερίληψη ακόμη και του όρου «Μακεδονία» ή κάποιου παραγώγου του, αρκεί να υποδηλώνει γεωγραφικό και όχι εθνολογικό προσδιορισμό και να ισχύει έναντι πάντων (και όχι μόνο στις σχέσεις της με την Ελλάδα), άρα και στο εσωτερικό αυτής της χώρας και στις διεθνείς της σχέσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου